Αδυναμίες όρασης

Δεν βλέπω καθαρά.
Τα πάντα διαστρεβλωμένα
στους όρους της μυωπικής μου όρασης.

Έχω μάθει να βασίζομαι στα μάτια.
Μέλλομαι να λειτουργούν καλά.
Πιστεύω γυαλιά πως θα με σώσουν.

Ο χρόνος θα ‘ταν ταχύτερος
έξω απ’ τις αμβλείες της υπερμετροπίας.
Το μέλλον βεβαιότερο
δίχως τη διάβρωση του αστιγματισμού.

Νέο έτος

Θα χτίσω φέτος λόγια ιδανικά-
δεν θα σκορπίσω το χρόνο σαν παλιά.
Μεγάλες επιτυχίες, θα δείτε,
στης ΤV το τζάμι να με χαρείτε.

Θα εκδόσω κι εγώ στου Καστανιώτη.
Θα πίνω καφέ στου Rouge με το Φώτη.
Φωτογραφίες στων σταρ συγκεντρώσεις
θά’ χω, και κύκλο γνωστών μ' αξιώσεις.
Θα ‘χω γνώμη για κάθε θέμα εγώ-
ιδέες λιασμένες στον φωταγωγό!

Θα σκίσω με πάταγο τον Βλαβιανό
όταν θα γράψω τις ωδές μου εγώ!
Κι άλλα σπουδαία, μεγάλα θα κάνω
σα σηκωθώ απ’ τη θέση μου πάνω!


Στην Κάσια που μου είπε πάλι «νεό έτος νέα ζωή» Γεν 2005

Ένοχη

Απόψε, μετά από πολύ καιρό,
μου χτύπησε την πόρτα η ενοχή.
Εκείνο το συναίσθημα
οχτώ χρονών.
(μου θύμησε το φόβο του μπαμπά)

Δεν ήταν η πράξη μου
Μα η αλήθεια της,
κάτω απ’ το τραπέζι,
που δεν είχα ξεσκεπάσει.

Άρχισα να ψάχνω μηχανικά
κάτι στο συρτάρι.

Ο έρωτας κι η κόκκινη γαλότσα.

Έρωτας είναι η ψιχάλα δροσιά που δεν πέφτει απ’ το φύλλο
κι επίμονα βαστιέται στην άκρη κρεμασμένος.

Λυσσομανάει ο άνεμος ολόγυρα θεριεύει.
Ανατριχιάζει το φύλλο
τρέμει σύγκορμα απ’ το φόβο η ψιχάλα
μα δεν πέφτει.

Χίλιους αέρηδες, το μίσος του καιρού, αντέχει.

Κι ύστερα
όταν περάσει πια ο κίνδυνος
και χαλαρώσει στη λιακάδα
μια γαλότσα κόκκινη
περνώντας τον διαλύει ασυναίσθητα.

Άσμα ελληνικό μακαβριότατο

Στα γαλανόλευκα Μαρτίου μήνα
Φώλιασε τ’άσπρο φως κι εχάθη.
Στα γαλανόλευκα Μαρτίου μήνα
είν’τα ολόλευκα, νεκρά κι εκείνα,
της Άνοιξης επιταφείου τ’άνθη.
Στα γαλανόλευκα Μαρτίου μήνα
Φώλιασε τ’άσπρο φως κι εχάθη.

Γαλανόλευκο θαλάσσης νωτισμένο,
τέτοιο πανί το σάβανό μου νά ‘ναι.
Γαλανόλευκο θαλάσσης νωτισμένο
τον επιτάφου νά ΄χουν ξεχασμένο
σαν θά ‘ρθει η στιγμή του αποθάνε.
Γαλανόλευκο το σάβανο νά ‘ναι,
από πανί θαλάσσης νωτισμένο.

Για το γαλάζιο μόνο να ρωτάνε.

Το σονέττο του Ι

Άξαφνα ήρθες ιώτα γραμμένο
ζωής. Κι ήσουν μπροστά μου! Ποιό
κρασί να έσταξε στο χώμα, λατρεμένο;
Του αηδονιού, μονάκριβο, το δάκρυ ποιό;

Μ’ενός κεριού τ’αποκαΐδια σ’είδα
ολάνθιστη ψηλαφητή οπτασία!
Με μάγουλα, με των φρυδιών αψίδα,
δάχτυλα χείλη ματιά οικεία...

Σαν νά’γινε το ιώτα ένα ματσάκι
μαργάριτες σε στεφάνι φαντασίας!
Πώς έμοιασες ολοζώντανο παιδάκι
κι ας ήσουν έκβαση υπνωτικής ουσίας.
Ας είναι. Νά ‘ρχεσαι ζωή με ό,τι τρόπο.
Μικρούλι ιώτα που δε μεγάλωσε με κόπο.

Β. σου κλείνω το μάτι

Μία γλωσσού κι ένας λογάς
εις διάφορας παραλλαγάς
λογομαχούν χωρίς αιτία.
Παιχνίδι Ελλάδα- Εξορία.
Αψιμαχίες λιγοστών
σε τόπους τέτοιων και πολλών...
Και το σκορ;

Σωκράτης 0 -Κώνειο 1.

Ύμνος στον σπουργίτη

Ο καημένων ο σπουργίτης
πάντα λάσκεται αλήτης
Μοναχός γυρόβολος ερ'μίτης
ο καημένων ο σπουργίτης.
Κακότυχος ελεύθερος ασκήτης
από γεννιάς βαρυποινίτης.
Ο καημένων ο σπουργίτης
πάντα λάσκεται αλήτης.

Δάσκαλε

Πού νά’σαι πια;
Νά’χεις πεθάνει;

Ό, τι μού’μεινε από ‘σένα
Μια καίρια φιγούρα
στα δεξιά του ήλιου.

Νά ‘χεις πεθάνει.
Να μη με βρει τ’ασήμαντό σου.

Χωρίς Τίτλο

Άνοιξα το παράθυρο
διψώντας αφορμή ανάσας.

Τριγύρω μια συντριπτική απεραντοσύνη
όλη τακτική, τελική και ξένη.

Ούτε μια σπασμένη γλάστρα.
Ούτε μια λυτρωτική μουντζούρα.
Αγανάκτηση ανέλπιδη˙
σκηνώματος κλειστού σε μπουμπουνιέρα.

Ευτυχώς εβρέθη καγκελόπορτα!

Σκόνη

Αναλώθηκα χρόνια ολόκληρα
παίζοντας παιχνίδια με τη σκόνη.
Μικρή στα χέρια,
αργότερα απ' το βάθρο μου επάνω στο πατάκι.

Ώσπου
σε πήρε θριαμβευτικά αμπάριζα
και νίκησε.

άτιτλο

Σκεπτικά θαυμαστικά ιδεών με μικρό.
‘Ενστικτα κλεισμένα σ’ενα δεκανίκι πολιτικά ορθό-
βοήθημα δρασκελισμού;
Δισέγγονη τέτοιων και τόσων υπάρχω...

Υπεύθυνη˙
των πυρωμένων βαγονιών στο Λονδίνο,
των καμμένων παριζιάνικων ζωών,
του πνιγερού αμερικάνικου τυφώνα...

Κι η ελπίδα, που θα μεγάλωνε
να γίνει δασκάλα, πυροσβέστης και γιατρός,
έπεσε και τη χάσαμε στο ρέμα.

Που μπορεί να είναι και καλύτερα-

για να μην ταϊζουμε αυταπάτες
που τόσο κοστίζουν να τραφούν.

Δεν κοιμάμαι πια χωρίς να φταίω.


Το παρών είναι δουλεμένο πάνω στο ποίημα Υπόνομος της Πέλας Σουλτάτου, που μπορεί να βρεθεί εδώ : http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&file=article&sid=531

Πέτρινη Λήθη

Σφηνωθήκαμε
παράκεντρα λιγάκι σε μιαν ώρα.
Τα χέρια σμίξανε διπλανές ψιχάλες
κι οι ανάσες σφιχταγκαλιασμένες.

Στο διπλανό παγκάκι
περιμένει τουρτουρίζοντας ο χρόνος.
Τεντώνει υπομονετικά τη νήπια στιγμή.

Πιο πέρα, μιλημένος,
παραμονεύει ο πέτρινος κροκόδειλος της λήθης
-έχει άλλες συμμαχίες ο καιρός.

Στον Πέτρο Wasńiewski

Αποτυπώματα

Αφήνουνε οι άνθρωποι
πράματα σωρό.
Αγάπες, θύμησες, αγγίγματα,
αλλά κυρίως αποτυπώματα.

Αόρατα αμέτρητα
στους τοίχους, στα βιβλία, στον αέρα.

Γίνονται σκόνη οι καρδιές
τα δάχτυλα τ' αχείλι,
μα ο λόγος η κραυγή ο ανασασμός,
αποτυπώματα αόρατα,
περιπλανώνται στον ίδιο τόπο τους
χρόνια και χρόνια.

Κάποτε σου μιλάνε,
σου γνέφουνε να 'ρθεις να τα πείτε.
'Αλλοτε πετάγονται μπροστά σου ξάφνου
και σε δαγκάνουν
στον ώμο στο στήθος στη φωνή.

Τη νύχτα όλα μαζί,
λευκή ηλεκτρική βουή,
ιχνογραφίζουν τη ζωή μας.
Ζυγιάζουν το περασμένο βιος.

Χίλια πράματα αφήνουν πίσω οι άνθρωποι,
κυρίως βουή.

Στιγμιότυπο ... μετά θάνατον

Όταν σ’άφησα να φύγεις,
όταν σ’έστειλα να πεθάνεις δηλαδή,
δεν τό ‘ξερα.
-Ποιός τα φάνταζεται τέτοια πράμματα;

Σου είχα μασουλήσει κάτι μισο-κουβέντες,
δικαιολογίες για να πας κι ας μην ήθελες.

Θυμάμαι καθαρά-
Σού φόρεσα το κόκκινο μακώ σου με το δράκο,
και σε φοβέρισα να ‘σαι καλό παιδί.

Σε φίλησα στα βιαστικά μάλλον;
-Είχατε αργήσει. Πρέπει κάτι να μου ζήτησες.

Δεν θυμάμαι να σου είπα πόσο σ’αγαπώ,
Δεν είπα και πολλά-

για κάτι ασήμαντο λογόφερνα με τον πατέρα σου.

Για τις γυναίκες με τους φερετζέδες.

Μα μην τις λυπάσαι
τις γυναίκες με τους φερετζέδες.
Δεν είναι χειροπέδες τα μαντήλια,
αλλά φρούρια
που ψιθυρίζουν λευτεριά.

Που δεν τ'ακούς
δε φταίει τ'αγύμναστο αυτί σου
παρά τα ψηλοτάκουνα γοβάκια σου,
που αδιάκοπα κραυγάζουν
την έκτακτη ανάγκη της Ματαιδοξίας.

«Ποίησις είναι η έκφρασις στίλβωντος ποδηλάτου»*

Καλά.
Για ρώτα και τον πιτσιρίκο να σου πει
πώς κάνει
για το ξεχαρβαλωμένο εκείνο του το ποδήλατο.
...και πως ακόμα
κάνεις εσύ
για να τον δεις κάθε που παίζει.

Χεστήκαμε για το γυαλιστερό ποδήλατο-
Το ποίημα
είναι η πιο μεγάλη σου προσπάθεια
να γελάσεις ένα χαμόγελο παιδιού
μπας κι αποτρέψεις για μια στιγμή
την εξαφάνιση...

*Ανδρέας Εμπειρίκος

...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...