Καρκίνος

Σκηνή Α΄
Νά 'μαστε στ'ασανσέρ και να με ρωτάς για το κραγιόν σου.
Είκοσι λεπτά συζήτηση για το νερό και τον αέρα
μ'έναν γιατρουδάκο τσιλιβήθρα κι ύστερα πάμε για καφέ.
Καιρό έχει να βρέξει.

Σκηνή Β΄
Να σε βρίσκω ξαπλωμένη στον καναπέ καταμεσήμερο,
με τη λιακάδα ξιφολόγχη στο δόξα πατρί και να σου φέρνω
υποβρύχιο στο δίσκο. Δεν θυμάμαι ακριβώς
πόση ώρα έκατσα να σε κοιτάζω. Πόσο σ'αγαπάω και δεν θέλω να σ'το πω.

Σκηνή Γ΄
Ένα δάκρυ μολυβένιο να με πνίγει μ'επίκεντρο τα μάτια σου. Να μη φτάιω εγώ
κι όμως να ν'απολογούμαι σ'ανάσα και φωνή μηχανικά.
Να σε γυρεύω διψασμένη,από καρδιάς, και να μου δείχνεις τοίχο
μασουλώντας το γάμο μιας ξαδέρφης. Ο φόβος μου χορεύει μπάλο στο ταβάνι.

Σκηνή Δ΄
Με την ψυχή στο στόμα- δεν ξέρω πόση ώρα περιμένω.
Η γλώσσα κολλάει στον ουρανίσκο. Ψάχνω απ'το παράθυρο να βρω
κανέναν γλάρο για αντίδραση. Κάπου έχουν ανοίξει ραδιόφωνο
κι η θάλασσα είναι μακριά. Εξ' άλλου αποκλείονται τα θαύματα.

Σκηνή Ε΄
Έχει απέλθει από νωρίς ομήγυρις σχηματισμένη τσίρκο με πρωτοστάτη
έναν καύσωνα χαβά στην κεφαλή μου. Εσύ σε πρώτο πλάνο να παλεύεις
κοιμησμένη για μια μπουκιά ζωή, κι εγώ ανίκανη απ'έξω να κερνάω τους καφέδες.
Δεν προλάβαμε να κλάψουμε μαζί και τώρα δεν ξέρω αν ξυπνήσεις.
Τουλάχιστον ας έβρεχε...

Ο Ποιητής Βασίλειος

Για τον Βασίλη.

Ο ποιητής Βασίλειος,
ενώπιον ολομελούς της Ακαδημίας,
ευκόλως απαρνήθηκε
της δόξης την πορφύρα.

Ήξερε βέβαια
που ήταν άδεια αυτά τα λόγια.
Πολύ εύκολα βρίσκονταν
οι πορφύρες και οι δάφνες
σ'αυτή την ακαδημία
αν το επιθυμούσε.

Της Ελλάδας

Πατρίδα μου σε ψάχνω
σαν καταραμένη.
Παντού είμαι δική σου,
στην αγκαλιά σου ξένη.

Trojan Horse

Kι ο Οδυσσέας,
που τόσο πάσχισε
για τους βωμούς και τις εστίες
της Ιθάκης,
έμεινε στην Ιστορία
για μια του ατιμία.

Τέτοια είν' η ράτσα μας.
Γι'αυτό βρεθήκαμε, αιώνες μετά,
αντί θεών
να λατρεύουμε Κύκλωπες
και ξόανα.

Coda

coda

Στο από πριν χαμένο επιμένοντας

Στην ασήμαντη έλλαμψη της σπίθας
από τη μακρινή γιορτή
σε μια λύση δακρύων
επιστρέφει στο ύψος του ο κόσμος

Όλες οι πόλεις του πλανήτη
έχουν το ίδιο πρόσωπο
καθώς η νύχτα προσγειώνεται στ' αεροδρόμια
την ώρα που επιτετραμένοι, ναυτικοί
και τρομοκράτες
εξαργυρώνουνε συνάλλαγμα και θάνατο
για βουλιαγμένους θεατές μπρος σε οθόνες
των ενυδρείων που σαρώνουν τα ηλεκτρόνια

Στου πυροβολισμού τη λάμψη όπως στο γόνατο
γράφεται και το ποίημα
όταν αιμόφυρτος ο ανήλικος έρωτας
ρίχνεται τα μεσάνυχτα στων κοριτσιών τον ύπνο

Στο από πριν χαμένο επιμένοντας.

Ποίημα του Γιώργου Μίχου, που βρήκα στον Λογόκηπο. Απαντώντας του έγραψα-

Σε μια λύση δακρύων
κρύφτηκε πεταλούδα

πολύ αργότερα
όταν πρασίνισαν πια τα νερά
τεντώνοντας νήπιες ακόμη φτερούγες
πέταξε

και στα πράσινα νερά της έλλειψης
έγινε φως
ουράνιο τόξο
και γιορτή

έτσι ο απόπλους
Μνήμης της Πρώτης...

Τεσσάρων Συλλαβών

Αν ήμουνα
πεταλούδα,
Ευτυχία!
Να ζήσω τα
άνθη μόνο.
Αχ! που δεν
είμαι όμως,
κι είδα χώμα
λάσπη αίμα
Πόλεμο._

Για μια φίλη

Δεν ήτανε παράξενο που είπες πια νησάφι.
Αναμενόμενο να φύγεις-
και τόσο που άντεξες ήταν πολύ.
Δύσκολοι καιροί για ευαισθησίες.

Κάτι οι καιροί - κάτι το ρέμα - έλειπα κι εγώ...
Όχι. Δεν ήταν διόλου παράξενο.

Όταν το πρωί χαιρετηθήκαμε
απολύτως το εννοούσα
το χαμόγελό μου.

Αργότερα,
τ΄απόβραδο,
ξύπνησε στο μυαλό μου
εκείνος ο σχολικός Καβάφης
σέρνωντας φαντάσματα ρημαγμένης πόλης
κι άδειας αλάνας με γκρεμό...

Καλά να φύγεις.
Μ' αν είν' η ίδια κακουχία;

Μάλλον ειν' αργά για να σου πω
να φυλαχτείς.
Μόνο που σκέφτομαι
πώς θα γυρίσεις έτσι μόνη
μεταμεσονυχτίως...

Της πατρίδας μου

Της πατρίδας μου η σημαία
έχει χρώμα γαλανό.
Της πατρίδας μου η σημαία
πάντα κρέμεται ακμαία
από αιμόφυρτο σταυρό.
Της πατρίδας μου η σημαία
έχει χρώμα γαλανό.

Της πατρίδας μου το πάθος
ένας τολμηρός αφρός.
Της πατρίδας μου το πάθος
συγκεντρώθηκε από λάθος
στου ανέμου το "εμπρός!"
Της πατρίδας μου το πάθος
ένας τολμηρός αφρός.

Της πατρίδας το καράβι
είν' της λευτεριάς ο Μίδας.
Της πατρίδας το καράβι
που κουρσέψαμε οι σκλάβοι
ακυβέρνητοι ελπίδας.
Της πατρίδας το καράβι
είν' της λευτεριάς ο Μίδας.

Της πατρίδας μου η σημαία
νεκροσέντονο θαρρώ.
Της πατρίδας μου η σημαία
πόσο θα ταίριαζε ωραία
στης κηδείας τον χορό.
Της πατρίδας μου η σημαία
νεκροσέντονο θαρρώ.

Μα της πατρίδας η αγάπη
σε πονά σαν την πετάς.
Μα της πατρίδας η αγάπη
κρύβεται χέρσα στο χωράφι
κι όχι πια στο "επί τάς".
Μα της πατρίδας η αγάπη
σε πονά σαν την πετάς.

Η φύση της Τέχνης

Η Τέχνη είναι καθρέφτης της ζωής.

Αυτό ακριβώς!
Για να ιδωθεί καλά
πρέπει η ζωή να κοκκαλώσει
και να προσηλωθεί στην ψεύτικη εικόνα.

Άρτεμις (σχέδιο β΄)

Τούτη η άμμος
που αγκάλιασε χίλιες κλωτσιές
της παιδικής μου φτέρνας,
που σφούγγισε ρυάκι δάκρυα
ανήλικων ερώτων΄
αυτή ίσως να μου αναλογεί.

Από τούτο τ'απανέμι
πελαγοδρόμησα να ψάξω την Ιδέα.
Μια φαρέτρα ξεχυλισμένη αφοβιά.
Πιάστηκα στα χέρια με τις λέξεις
και πολεμόχαρη λογχίζοντάς τες
κόντρα στο δρολάπι του καιρού,
θάρρεσα τες σκλαβώνω...

Με χέρια αιώνες γερασμένα,
κι έναν ρόζο μαργαριτάρι στο δεξί,
ξεβράστηκα πίσω εδώ
παλεύοντας να μιλήσω μια πέτρα.
Δυό λόγια απλά.
Κι αδειάζω την ψυχή μου χούφτες
στην ίδια άμμο.

Σονέττο για τις πέτρινες καρδιές

Σαν από μηχανής θεός γυρνά
από μια φλίδα της ζωής ξασμένος
σε άδειες ώρες ο χρόνος νοθεμένος
πρώην αγάπες και πόνους σου φυλά.

Τα χείλη αυτά που έβρασαν το αίμα
γεννώντας κάθε βράδυ ιστορία
αργά με το απόβροχου θωπεία
σε δάκρυα ανάλυσαν το βλέμμα.

Κι οι μνήμες σου που κάποτε μιλάνε
για βάρκα σώμα και για φιλιά πανιά
όλο και πιο περίλυπα κοιτάνε
την πέτρα άγκυρα που έριξες καρδιά.

Σιγά- σιγά κι εκείνες θα σωπάσουν
γεννώντας απ' τον πόνο σου ερημιά...
Πού βάρκα ύστερα και πού πανιά.

Δημοτικό

Πήραν την Πόλη! Πήραν την!
Μάνα όμως μή δικάζεις.
Έχουν παιδιά οι μανάδες των
και κόρες να παντρέψουν.
Τί για το χώμα μάνα μου
να κλαις και να σπαράζεις;
Πήραν το χώμα, πήραν το,
το σπίτι, την αυλή σου...
Σ'αφήσαν κόρη και παιδί
σ'αφήσαν και τον κύρη.
Κάψανε και ρημάξανε
πατήσαν μέσα στ'άγια,
μα ο Θεός δεν κάθεται
μεσ' στων ναών κουφάρια.
Πήραν την Πόλη! Πήραν την!
Μα 'σύ να μή δικάζεις,
και με το λόγο μάνα μου,
και με το λόγο σφάζεις...

...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...