Στον Πατέρα μου

Σου έκλεβα τα τσιγάρα σου τα βράδια που κοιμόσουν.
Το ήξερες;

Τα μεσημέρια φόραγα τις γραββάτες σου
και κοιταζόμουν στον καθρέφτη σου γελώντας.
Έπαιρνα και τη θέση σου στο κρεββάτι
και κοιτούσα τηλεόραση αγκαλιά με ‘κείνο
το μελάτο μαξιλάρι σου που μύριζε
ανάπαυλα και τελευταία ροφηξιά ημέρας.
Περίμενα με χαρά πότε θα λείπεις
για να κρατώ εγώ την κεντρική του καναπέ ισχύ
και ναν’ δικό μου όλο το πιλοτήριο της δειλινής αναψυχής.

Τώρα,
μ’ όλη την άνεση να ξαπλώνω στους καναπέδες
κρατώντας τις χειριστήριες επιλογές δικές μου
σκέφτομαι τί καλά νά ‘μενα από τσιγάρα ένα βράδυ,
και ζωσμένη τη γαλάζια σου ανοχή γραββάτα,
να ‘ρχόμουν να σου κλέψω κανα δυο...

Αποξένωση

Δεν έχω μάνα πατέρα παιδί αδέλφια.
Είχα.
Τα παράτησα.
Για να γυρίσω τάχα επιτυχημένη
φορώντας στο λαιμό τις πληρωμές,
ιδρώτες πελατών απ’ τα μπουρδέλα,
και χαμόγελα ναρκωτικά σκουλαρίκια
τριγύρω στα βλέφαρα να τυφλώνομαι πρώτη εγώ
και να μη θυμάμαι
να γουστάρω.
Για να μπορούμε έτσι μαζί και καλύτερα χώρια.

Τούτη τη σαπίλα δεδουλευμένη κι ακριβοπληρωμένη,
μ’όλο τον φόβο της πολυβόλου μοναξιάς,
τη δώρισα με κόκκινη καλλυντική κορδέλα
στον πυρήνα που με πέταξε απροσάρμοστο νόθο
και τώρα δεν τους βλέπω.

Με τί μάτια να σε δω πατέρα;
Με τί χερια να σε πάρω αγκαλιά παιδί μου;
Με τί ανάστημα ν’ανέβω τα σκαλιά
της σφουγγαρίστρας σου μανούλα;

Και στα πιο ψηλά
και στα πιο χαμηλά κουφώματα
βρίσκει η καρδιά μου.
Και το κεφάλι μου λιωμένο
σε μια βαθιά υπόκλιση κωλοφεράντζα,
να χάσκει το τρύπιο μου,
βρίσκει παντού.
Σε ταβάνια φιλιά υποχρεώσεις και ψέμματα.

Για να γίνω σαν και σας
όπως σας νόμισα.
Αλλά είχα αγοράσει χαλασμένο φιλμ φωτογραφίας καραμέλα
απ’ το περίπτερο που τό ‘χε δει ήδη πολλά καντάρια παραμόρφωση
και χάθηκα στον δρόμο, ή στη σελήνη γυαλιστερή πόρτα ορθάκλειστη,
ή στα μαγνητικά νέον που εκπέμπουν οι βιτρίνες.

Για να γίνω αλλιώτικη όπως νόμισα.
Για να έχω κάτι παραπάνω.
Για να μπορώ κάτι περισσότερο.
Για να αξίζω μιαν υπεραξία πιο γαλανή
να μη λυπάμαι που ποτέ δεν είδα κόκκινο.

Για να παίξουμε μαζί το μόνο παιχνίδι που μου μάθατε
με τις διακρίσεις να σφίγγουν τους καρπούς μου χειροπέδες
και τις πολυτελείς μου αξιώσεις
να με γαμάνε αλύπητα στο στέρνο.

....και πουλήθηκα μάνα....
Με το ίδιο πωλητήριο. Το δικό μας λέω. Το οικογενειακό μας.

Για να μάθω καλά την τέχνη σου
να τρώω το κενό μου σουβλάκι στο κρεββάτι
κοιτώντας παραπληροφόρηση πισωκολλητό ως τις έντεκα
κι ύστερα να το βάζω στην πόρτα να διώχνει τα όνειρα.

Μονο τέτοια φετίχ έμαθα να παίζω
κερδίζοντας παρτίδες αδιάκοπες μέχρι να σε σκίσω
στο παιχνίδι σου το ίδιο και να μείνω ανάπηρη και να μή σ’ έχω.

Με τι μάτια νά ‘ρθω να σ’ αγκαλιάσω, τώρα
που τα πούλησα και πήρα κάλτσες δίχτυα των βημάτων μου
να δένουν την τιμή μου στο κατάρτι του κέρδους;

Δεν έχω μάνα
πατέρα παιδί αδελφή αδελφό
Αδελφέ...

Κλοπιμαία

"Μωρά που κλαίνε στις κώχες των ματιών οι θλίψεις "

[...]

"Και όσο θα σας μιλώ
τα μάτια μου θα είναι η αλήθεια των χεριών μου."

Από το Εύκολες Μαργαρίτες της Ιωάννας Γ., http://iwannagkarosi.blogspot.com/

Γιατί είμαστε και στην ενοχή και στην θλίψη
και στον τραυματισμό αυτόχειρες

Δήμια μοίρα

Δεν κατάλαβα πώς ακριβώς εξαϋλώθηκε
ολόκληρο προσχεδιασμένο μέλλον.
Από μια τυχαία συγκυρία ξεκινάνε πάντοτε τα δράματα.
Όχι ότι έχει ανάγκη από συνθήκες το μοιραίο,
δεν συνθηκολογούν οι δήμιοι.
Οι δήμιοι εκτελούν.
Όνειρα, ελπίδες, μέρες...
Ώσπου να μείνουμε σωστά κουφάρια
έτοιμα για συγκομιδή.

Νέα περί του θανάτου της Βαγδάτης, στην οδό Εθν. Απελευθέρωσης, την 31η Δεκεμβρίου 2006.

Είναι δυνατοί οι Σωτήρες μας.
Δυνατοί και ακατάπαυστοι
Σαν τους χτύπους της καρδιάς μας
Σαν τον κρότο των όπλων τους τη νύχτα

Μας σώζουν
Από τη φρίκη των τυράννων μας
Από τη φοβέρα της θρησκείας μας
Από τον σκοτεινό λαβύρινθο της σκέψης μας.

Μας απελευθερώνουν
Απο το μαρτύριο της ελευθερίας
Που είναι βάρος ασήκωτο ευθύνης
Στους ώμους των σκλαβωμένων μας κορμιών

Εξαγνίζουν
Το χυμένο αίμα
Των αδικοσκοτωμένων αδελφών μας
Με νέους φόνους. Δίκαιους.

Αποκαθιστούν την τάξη
Με τα ακάθεκτα στερρά τσεκούρια τους
Που δεν παύουν αν δε δουν αίμα στα μάτια των παιδιών
Που δεν ξαποσταίνουν αν δεν γευτούν ικεσία στο χώμα των αυλών
Που δεν χορταίνουν αν δε νιώσουν παράλυση στο μπράτσο της αγχόνης.

Κι έτσι υπάρχουμε ανέμελοι πια και ασφαλείς
Στη σκια των λυτρωτών μας.

Τοκογλύφος Ενοχή

Ποτέ ως τώρα δε με λυπήθηκε
να αφήσει τους φόβους μου ανεκπλήρωτους
και τις ελπίδες μου αχρέωτες.
Είναι αναπόφευκτα συνεπής η τοκογλύφος ενοχή μου.
Απανταχού επιβλέπουσα μεγάλη αδελφή,
προσημειώνει μία μία τις ευθυμίες μου.
Νά'ναι ακριβές το μερίδιο της χαράς
που θα σφραγίσει όταν θα έρθει η ώρα.
Της προσκομίζω τους τόκους των στιγμών μου,
κι αυτές πια, στείρες μανάδες τιμωρίες,
σουλατσαίρνουν σε ενθύμια και φωτογραφίες.
Ό, τι κι αν της πληρώσω γυρίζει πίσω
συναλαγματική αδειασείστου αμφιβολίας.
Αχόρταγη εξαϋλώνει με την ίδια μου την επιμονή
κάθε νύχτα έναν λόγο ύπαρξης οψίφυγο,
αλγοριθμώντας τον σε κάποια λογική επιταγή.
Εκδικούμενη φαντάζομαι και τις δικές της επενδύσεις
που δεν ολοκληρώθηκαν να γίνουν πένθη ενήλικα.

Δεν ξέρει πως τα διψώ πια
τα διαμαρτυρημένα της δαγκώματα.
Πως πια την περιμένω
να διεκδικήσει τις αποναρκωμένες ώρες μου .
Είναι μεγάλη παρηγόρια η καταδίωξή της.
Όπως όλοι οι πόνοι που νομίζουμε πως μας γλυτώνουν απ' τη λήθη.

...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...