Άσχετο

Να τριφτώ και να βρώ ποιά είναι η φωνή μου πίσω απ' τις φωνές των άλλων. Αυτός ήταν ο στόχος. Σκίστηκα στο δοκίμιο και ποιητές πια διαβάζω με το μολύβι στο χέρι. Κάτι σαν να βρήκα.

Τώρα γίνεται άλλος ο σκοπός. Να βρώ πού φαλτσάρει, πού κομπιάζει η φωνή κι αν διορθώνεται. Νέος κύκλος αιματηρών διαταραχών...

Πες μου πού μπατάρει. Πιο χρήσιμο δεν έχω να ζητήσω. Όχι τί μεγαλειώδες- κανέναν δε βοηθάει αυτό- αλλά πού κότσαρε, πού 'ναι για πέταμα. Αυτό βοηθάει...

Το προηγούμενο συγνώμη που το ξήλωσα αλλά δεν μου πολυταίριαζε. Παραμελοδραμάτιζε κι αρχίσαν να κολλάν' τα πλήκτρα του PC μου. Δεν επιτρέπεται να γίνει εδώ απακούμπι για την τρυφηλότητά μου. Ο μελοδραματισμός των ποιητών είναι σε άλλο blog. Όποιος τα λέει πρέπει πρώτα να τ' ακούει αλλιώς καταντάμε ίσα μ'αυτά που κοροϊδεύουμε.

Με το συμπάθειο κι όλας

Καληνύχτα

[..............................]
Αγάντα!!!

(Πολύ το φοβόμουνα πως δε θαν τη σκαπουλάρω, Λύκε!)


Αλόχα,
Ναταλία

&

Εμείς αγαπιόμαστε ό,τι και να γίνει, ε;

Ήθελα να σου γράψω κάτι πιο γλυκομίλητο
αλλά δε μ'αφήνει το χαρτί
-μ' έχει τυλίξει και βαράει στο ψαχνό
για να μου σπάσει τον τσαμπουκά νομίζω
και να με κάνει θρύψαλα στη μέγγενή του
να γράφω πια μόνο τη λίστα του σουπερμάρκετ
και ραβασάκια στον Ιάσωνα. Δεν πειράζει.
Θαν τα μασήσω εγώ καλά-καλά τα λόγια
και θα προσέχω σαν τα μάτια μου
να μην το ξαναπώ το ψέμα
και μείνω μόνη μου και στον απάνω κόσμο.
Θα βάλω όλη μου την τέχνη
και θα τα ξεχωρίσω τα όνειρα απ' τις σάρκες
ξύγγι - ξύγγι.
Και θα το καταπιώ και το γαμώτο μου
κι όλες μου τις βρισιές αχώνευτες.
Δεν είναι για το τέλος που οργίζομαι- μη νομίσεις-
είναι που δεν το κατάλαβα να σε ρουφήξω πρώτα
κι ακόμα σε διψάω.
Δεν πειράζει όμως,

εμείς αγαπιόμαστε ό, τι και να γίνει..... Ε;

Παραγγελία

Κοίτα μην αρρωστήσεις, Μάνα!
Τον νού σου στο παιδί.
Αφήνω ένα φράγκο στο τραπέζι
και την κορδέλλα μου για τα μαλλιά.
Άλλα δεν έχω.
Να μην τα πιάσετε τα βρώμικα στο χέρι εσείς.
Να φέρεις άνθρωπο να βάλει μια φωτιά
να γίνουνε καυσόξυλα παλιοσίδερα και στάχτη.
Έτσι θά 'χεις και δικαιολογία
-Πυρκαγιά να πεις.
Κοίτα μην πιαστείς κορόιδο
και πεις ότι δεν άντεξα την άνοιξη.
Παιδί είναι. Δεν θα καταλάβει.

*

Εδώ
στο ρείθρο του χρόνου που σφήνωσα
κάθετα στο μέλλον να δώσω ένα σάλτο
και να τελειώσουν όλα
Να σκάσω με φόρα στον πάτο του λάκκου
φρεσκοσκαμμένος και να είναι σαν τσουλήθρα
που κάνανε τα παιδιά στις σκάλες κι εγώ φοβόμουνα
Πάντα φοβόμουνα
Όλα τα φοβόμουνα
Μού ‘μεινε κειμήλιο ένας γκρίζος φόβος.
Καλύτερα.
Άσπρα είναι τα άδεια πράματα, τ’ αγίνωτα
Μια ατευλεύτητη πρόκληση να δώσεις να δώσεις
να δίνεις συνέχεια
καντάρια το αίμα
να περιφέρεται σκιάχτρο
να φοβερίζει τα παιδιά

Φυλαχτείτε παιδιά!

Από την μπόχα τη μιζέρια την τρέλλα μου
Εμένα δεν με νοιάζει κι αν δεν με πλησιάσει πια κανείς σας
Εγώ δε χρειάζομαι ανάγκες.
Τίποτα δε χρειάζομαι
μαθαίνω να είμαι τρελλή βλέπετε
κι αυτοί είναι συνήθως αυτάρκεις.

Προπαντών, όμως, μη μου χαμογελάτε
Τα σκιάζομαι τα σαγόνια σας Κανάγιες!
Ουρλιάξτε όλοι μαζί
(Μην το εννοείτε, δεν είναι υποχρεωτικό)
Φωνάξτε να γεμίσω λίγες τρύπες ακόμη
από ‘κείνες που αφήνει ο τρόμος
να κάνετε κι εσείς το κομμάτι σας να πάρω φόρα....

Μπουρλότο και ΒΟΥΡ!
κι ας πάνε στο διάβολο και τα ποιήματα
να ησυχάσω κι εγώ
να ησυχάσετε κι εσείς

Μετά

Πονάω στη μέση

Τρεις μέρες εδώ
να κοιτάζω κατάματα λόγια-ξυράφια
...κι ακόμα δεν τυφλώθηκα
δεν κοκκάλιασα να γίνω πέτρα
δε γονάτισα να λιώσω
ένα δάκρυ αρμυρό...

Λιγάκι μούδιασα μόνο
και μ' έπιασε η μέση μου.

(τόση μοναξιά πώς να τη σηκώσω;)

Πώς έγινε

Ήρθες. Το σακάκι σου μύριζε σπουργίτι κι αγριεμένη θάλασσα. Απλά ήρθες. Σαν να τέλειωσ’ η Μονόπολη και νά ‘ρθε η ώρα να βγούμε στη γειτονιά με τα ποδήλατα. Τα μάτια με τους χαρταετούς αμολυτούς όλο καλούμπα. Σ’ έφερα στο κουκλόσπιτό μου – έτσι τό ΄χω για να μικραίνω κι άλλο να παίζω κρυφτό με τη Ναταλία, τον ήλιο και τ’ αδέσποτα να μη με πιάνει η φάκα και γίνω τσίχλα σε ξώβεργα και κολλήσω. Έκατσες στο στρογγυλό της καρέκλας κι εγώ σού ΄βγαλα αμέσως τα παιχνίδια μου να σ’αρέσει ένα και να σ’ το χαρίσω ν’ανταλλάξουμε. Να μου δώσεις εσύ μια θέση κάτω από την κόκκινη ομπρέλα σου να κρύβομαι όταν βρέχει πολύ νερό στα μάτια και νά ‘μαι πιο λίγο μόνη μου. Άμα έχω κότσια κάποτε θα ‘ρθω να σε τραβήξω απ’ το μανίκι να ξαναρθείς να παίξουμε.

Domestic Violence

Είμαι μια καρικατούρα ξεφτίλα
Φανοστάτης με σπασμένο το τζάμι
μέσα υπόγειο κελί μες στο σκατό και τη βρώμα
το σκυλί να λυσσάει και να σκίζει τα πάντα
Σικίνου και Φωκίωνος γωνία
λίγο πριν τα χαράματα

Είμαι μια σκύλα γεννημένη
πετσί και κόκκαλο ξεφτισμένη
ματωμένη ως το μεδούλι
με τα λύσσακά μου φαγωμένα
όρθια να κλαίω έξω στο δρόμο
Σαββάτο βράδυ να χαχανίζουν οι περαστικοί
και να μαζεύονται τριγύρω
κι άλλα σκυλιά για συμπαράσταση

Είμαι μια κακομοίρα χαζή
κρυμμένη κατ’ απ’ το τραπέζι
με το κουζινομάχαιρο στο χέρι
-άκυρο γιατί μόνο να πέσει θα τ’ αφήσω-
να φοβάμαι και να κυλιέμαι χάμω σα σκουλίκι
και να τρέμω

Αλλά όχι γι’ αυτά. Ξεφτίλα σκύλα και χαζή
είμαι γιατί πάλι θα βγάλω μόνη μου τα μάτια μου
δε βαριέσαι θα πω/ δεν πειράζει/ έφταιξα κι εγώ
θα ρίξω το κεφάλι θα πατήσω την ψυχή με τα τακούνια
Τετάρτη με ψιλόβροχο
και πουτάνα πεζοδρόμιου Σόλωνος θα σηκώσω τα πόδια
και θα στηθώ όπως μου πρέπει ανάσκελα
να μου τρίψει κάποιος λίγο την κοιλιά
να κοιμηθώ για να μη νιώθω
και να με ξ ε κ ά ν ε ι.

Ποιά ποιήτρια ρε;
Πού την είδες;
Απ΄το πρωί ως το βράδυ αραχτός στην πολυθρόνα
τσιγάρο στο στόμα και τ' αριστερό στο βρακί
εφημερίδα-ποτάκι-τσόντα-ποιήματα-μαλακία-τσίχλες
όλα μαζί σωρός στο βαλτωμένο σου
άπλυτα παλιόρουχα που βρωμάνε πεταμένα
Ρούφα ρε! Ρούφα τα όλα ίσα!
Πεινασμένο μωρό κρεμασμένο σε σάπια ρώγα
μυξοκλαίει και χέζεται στον ίδιο τόπο
και δεν ξέρει αύριο
δεν ξέρει είμαι και θέλω/ γουστάρω κι αγαπάω/
νιώθω/σκέφτομαι/ νομίζω.
Τίποτα.
Ρούφα παλιογλύφτη!
Έξω την γλώσσα ρε!
Έξω, να τεντωθεί όσο μπορεί και να ξεράσεις για να νιώσεις.
Ως το χώμα ως τα παπούτσια μου
και τη σαπίλα μου κρεμασμένη στο λαιμό χάντρα πλαστική
και τη μιζέρια μου ανάγλυφη μπροστά σου
να τη γλύφεις όποτε θες με τα άδεια σου λόγια
και τα άδεια μάτια κουμπότρυπες παλιού παλτώ
άδεια ψυχή σαπιοκαραβέλα με τεράστια κατάρτια αναπόφευχτα
να μασουλάς την ίδια καραμέλα μεγαλείο μου
να σου λιγδώνει το μυαλό και να σε λιώνει
φρούτο στο πεζοδρόμιο μέρα λαΐκής
Ρούφα γαμημένε!
Ρούφα την ψυχή μου και ρέψου ψευτονόημα.
Πέτα μια εξυπνάδα παιδί δημοτικού κακότροπο
κι αγόρασε με/ πούλα με/ μίλησέ με/ ζωοτόμησέ με
γίνε αρχοντάς μου με το μεγάλο σου κωλοβυθόμετρο σκήπτρο
να τσιγκλάς να κεντρίζεις και να χτυπάς στην πλάτη
καλό παιδί η φουκαριάρα κερδίζω τρία κάστανα.
Ρούφα ό, τι θες και σκύβε!
Προσκύνα!
Φίλα την κατουρημένη μου ποδιά ξεφτίλα
να φανεί με τον κώλο τουρλωμένο η αρχοντιά σου
και να σου δείξω τί το κάνω το σκήπτρο σου!

Ανώφελο

...δε μας λυπάται καθόλου η ψυχή μας
να δίνει για τ’ ανώφελο αποθέματα
με μόχθο μαζεμένα,
και πάλι να μας βαζει να τρυγάμε,
σκλάβοι, το άωρο της γέννησης αμάρτημα.

Δε βλέπει φαίνεται που είμαστε
κρεμάστρες για τις σάρκες μας,
να περιφέρονται στο δόντι της ζωής,
στάρι –μυλόπετρα,
ίσα στην έκβαση της σκόνης.

Ή να το βλέπει, τρισχειρότερα,
και νά ‘μαστε λαμπάδες τάμμα
στο παράλογο, το αβάσταχτο,
το λίγο το ξύλινό μας πόδι
ίσα να βαφτιστούμε θήραμα
στον σκώληκα μαζί και τον Θαυματωρό

Τηλεπάθηση


Βουνό πληροφορίας κλεισμένο
σ’απομονωτήρια χρήσης οικιακής
Δε θα τους πω αποχωρητήρια ακόμη
τους νέους σου βωμούς.

Το γένος της απομόνωσης.

Κατακλύζονται τα σύρματα
με τις χιλιάδες- με τα εκατομύρια....
Δίκτυα δισέγγονα μεταμοντέρνας αγοραφοβίας.
Δεν θα τα πω κελιά τα νέα σου παλάτια.

Το γένος της αποξένωσης.

Οι χειραψίες πέφτουν καταγής.
Τηλεπαθητικές οι επαφές σχεδόν
για να κρύβονται όσον μπορούν τα μάτια
Δε θα τους πω ασπίδες τους νέους σου καθρέφτες

Το γένος της αποσιώπησης.

Έκανες την αυτοκαταστροφή σου
είδος προστατευόμενο.
Ανθρώπινο δικαίωμα προς πώληση
σε μονάδα συσκευή ηλεκτρονική.

Το γένος της ψυχρότητας.

Εσύ αν θέλεις κλείσου εκεί
-στη νέα σου Εδέμ
κι ας είναι Γολγοθάς που δεν τον βλέπεις
(πότε σώθηκε κανείς χωρίς να θέλει;).
Να συναντάς εκεί, με ραντεβού,
το τελικό προϊόν του πολιτισμού σου
και να παραλαμβάνεις της μοναξιάς
την υποχρέωση που κέρδισες.

Εγώ σε θέλω μπρος μου πλάσμα ατόφιο
κι αν δεν μπορείς χάσου καλύτερα.

Λιγοστάκι

Κατά το πάπλωμά του
άπλωνε τα ποδάρια
κι όσο γινότανε λιανά.

Κατά τη λίγη κατοχή
άπλωνε λίγο νου

Πολύ αργότερα φάνηκε
πως για να ζήσεις λιγοστάκι
πρέπει να κάνεις τον καμπόσο.

Με χορούς κυκλωτικούς

Υπάρχω ύπαρξη συσσίφεια.
Στρόβιλος ατέρμονος μέχρι το μαύρο,
ν’ανασκαλεύω τα ίδια αδιέξοδα
που από μικρή έχω ντυθεί.
Κλαίγοντας την ίδια φρίκη,
ανασαίνοντας τον ίδιο πόνο,
μασουλώντας το ίδιο το σώψυχό μου τ’άδειο
κάθε γαμημένο πρωί. Κύκλος.


Το είναι μου όλο μια χούφτα χώμα.
Σκόνη που τη γεννά το σώμα μου εκείνο
που από την πρώτη μου στιγμή το ζώθηκα κελί.
Που φυτρώνει από το δέρμα μου,
που ξεπετιέται απ’ την ανάσα μου,
που απ’ τον ιδρώτα του ίδιου μου του κόπου ξεγεννιέται
παραφυλώντας να με λιώσει. Να πάρει σειρά
του επόμενου η κωλοσκόνη. Κι άλλος κύκλος.


Όχι, που νόμισα ότι θα κάνω ντου και θα γλυτώσω!
Κύκλος η ύπαρξή μου, κύκλος κι η καταδίκη μου.

Αρχαία Πτώματα

Πόσο χαριτωμένα σπάζει ένα πόδι;
ή χέρι; ή άλλο κόκκαλο;
Και πόσο τακτικά ξαναχτίζεται
κι αντέχει πέρα από το θάνατο
ν' αγκαλιάζει το κάταγμά του αυτό και να υπάρχει;

Αυτό το λέω για σας τους αγαπητικούς!
Πόσες αγάπες να ξεθάβει τάχα ένας αρχαιολόγος;
ή σκύλος; ή άλλο σκάψιμο;
Και πόσο πιο έυκολα, με δύο λέξεις,
ραγίζει μια αγάπη από 'να παλιοκόκκαλο;

...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...