'75

Οι καλύτεροι της γεννιάς μου έγιναν φονιάδες
_____________________ έγιναν πρεζάκια
_____________________ έγιναν ποιήματα
_____________________ ή ταφόπλακες
Μείναμε τ'ανθρωπάκια. Δεμένοι στο κατάρτι
της ύλης. Όμηροι κάποιου φόβου.

Ερωτικό

Ακούστηκα από μακριά βουή.
Ρυθμός αρχαίος φυσικός όπως χτυπά σφυρί στ' αμόνι και πελέκι στο κλαδί.
Πλησίαζα κι αχνοφαινόταν το μανιτάρι σκόνη που ξυπνούσα -ένας χαλασμός πυρηνικός αναταράζοντάς την ως τη ρίζα.
Φώναξα:
Είμαι ο Βασιλιάς ο Αθάνατος του Πόνου, ο Δαμαστής των Λέξεων, ο Δαίμονας, ο Κένταυρος, ο Ήρωας, ο Ακόμη Χλωρός... Ο Αναγκαίος
Κι έμοιασε η κραυγή κρυστάλλινη αλήθεια κι αφέθηκα στα μάγια-
αναγκαιότερος του νερού, της πέτρας, του φωτός.
Αναγκαιότερος της θέλησης εγώ, τη λύγισα.
Έφτασα κραδαίνοντας, σπαθί μου, το δώρο της Φωτιάς.
Ζητούσα γη και ύδωρ.
Φορούσα ένα πλατύ χαμόγελο όλο κυνόδοντες, μια υπόνοια καλύτερων καιρών, κι ένα όνειρο που μ' έκαιγε στα στήθια.
Μάρσαρε απ' το στόμα μου ένας λίβαςπου ψιθυρούσε λόγια διάσπαρτα κι εκείνη άκουσε ποιός ξέρει τί... ευτυχία....
Θρυμματίστηκε στα στρογγυλά μου δάχτυλα και γονυκλινής μ'ευχαρίστησε που απ' όλα τα ελέη διάλεξα το δικό της να ζητήσω.
Βάλθηκε να μου δείξει πως τ'αξίζει.
Χαύνοι κι οκνοί οι άνθρωποι- καλά τους λέω- ορθάνοιχτη με δέχτηκε.
Πρόστυχες και νεκρές οι γυναίκες- καλά τις λέω- με λύσσα με φρόντισε.
Και μ΄όλη την ψίχα της μού 'πλεκε νυχθημερόν τα γλυκερά στεφάνια της του έρωτα, του πόθου και του πάθους- απολογούμενη βεβαίως τ'ανάξιό της λίγο διαρκώς.
Ούτε μου ζήτησε καταγωγή ούτε και μπόρεσε το προφανές να δει.
Δέχτηκε με βουλιμία του Δαναού το δώρο:
Πυρ το Εξώτερο που έσερνε θρέμματα της Πανδώρας,
και διαμελίστηκε
μικρά μικρά σφαιρίδιασπαρτά στα πόδια μου. Μια φρικιαστική λασπωμένη αιμοραγία.
Ακροπάτησα προς τα πίσω κι ύστερα εμπρός, κι όλο και πιο βαριά πατώντας έφυγα φτύνοντας μ' αηδία ο χαλαστής το χάλασμά μου.
Έτσι είναι.
Πήρε αυτή ό,τι άξιζε. Γίνηκα κι εγώ ό,τι αξίζω.

Στα 16-17

Εσύ τα μεσημέρια ήθελες ησυχία,
παντός τύπου ειδήσεις τ’ απογεύματα,
τηγανίσματα συνέχεια,
και να βαριόμαστε παρέα στην αυλή.
-Αμερικανιές οικογενειακής θαλπωρής
(κι έλεγες πως εγώ βλέπω πολλή τηλεόραση).

Εγώ τα μεσημέρια ήθελα, βεβαίως, φασαρία,
παντός τύπου συγκινήσεις τ’απογεύματα,
και αλκοολικές συνευρέσεις στα μπαράκια-
όσο πιο μακριά τόσο πιο καλά- ψευτοαυτονομήσεις.
(έβλεπά πολύ σινεμά)

Με ήθελες εκεί και θύμωνα, πνιγόμουν.
Δε σε ήθελα μαζί μου πουθενά
και θύμωνες, λυπόσουν.
Κάθε νύχτα δεν κοιμόσουν αν δε γύριζα.
Και κάθε νύχτα εγώ δε γύριζα αν δεν είχες κοιμηθεί.

Ήθελα τότε,
να είμαι απέναντι σου, όπως οι άλλοι,
που δεν τους κράταγες σφιχτά με την παχύρευστη αγάπη σου
κι είχες για τη ζωή τους όλες τις φιλελεύθερες απόψεις.
(Ξένο το ξένο το παιδί)

Ε, μετά ενηλικιώθηκα- και καλά.
Κι όμως, ρε ‘σύ μάνα, να σου πώ;
Καλά ήτανε μωρέ
-είχα και πισινή.

Πτήση

Αεροδρόμιο,
νύχτα παρά τέταρτο.
Το τέμενος της απώλειας
σ'εορταστικό παροξυσμό.
Ξανά προσκυνητής
σ' άλλη μια πτήση απόψε
-αφομοιώνομαι σιγά σιγά στο μείον
με τους ώμους σηκωμένους
όχι ακόμα βλέποντας, μα νιώθωντας
τους τοίχους.
Ποιός είμαι, πού πηγαίνω
ένας τετραψήφιος τ'ορίζει εισιτήριος.
Ποιός είμαι,
ποιός είμαι
ένας φόβος τ' ορίζει τετραπέρατος
κλωτσώντας τα μηνίγγια
ρυθμικά
κρατώντας το ίσο στους χτύπους
της καρδιάς.

Απόψε γίνομαι κι εγώ πουλί.
Ίσως ο επόμενος ουρανός να ξέρει περισσότερα.

Εργασία και χαρά

Της Μάνας Σεβαστής

Περνάω τις μέρες μου
εξαπλωμένη σ΄όλους τους βωμούς
βράδυ-πρωί αναπληρώνοντας
τ'απλήρωτα μιας φύτρας-
ένα τσίτινο φουστάνι,
μιαν ανάσταση,
μιαν εκδρομή πενθήμερη σε πόλη μακρινή,
τα δώρα που δεν μπόρεσα να κάνω.
Αναπληρώνω με λύσσα
όλα μου τ'αμίλητα
κι ακόμα χρόνος για να παίξω δε μου μένει.

Jean D'Arc

Εχθές αργά
Στο μπαρ το ναυάγιο. Συγκεντρώσου!
Εχθές αργά, λέω,
Σ' ένα μπαράκι από 'κεινα που ακόμη επιπλέουν
Κι ενώ η μπόρα χόρταινε θαλασσοταραχή
Σπάσαν απροσδόκητα τα λόγια.
Είχαν φυράνει, φαίνεται, οστεοπόρωση
Γίναν αλαφρόπετρες
Κι ούτε που έκλαψα.

Το δεξί μου αυτί
από γεννησιμιού κατάδικο- είναι μπουρού
κι ακούω του πέλαγου τον ψίθυρο.
Ακούω
βότσαλα δάκρυα να παίζουν ρυθμικά ψυχοκαθάψια
Ακούω
κύμα στο κύμα το ξαντρίεμα κι ύστερα εκπνοή
Ακούω
οργανικό αντίλαλο τις αλυσίδες του σκλάβου βίρα- μόλα.

Γι'αυτό, άλλωστε, σαν έσκασαν τα λόγια
Και λάσκαρε λιγάκι η πετονιά
Και μύρισε ο τόπος ήλιο κι ιώδιο
Κι ανοίχτηκε κι άλλη στεριά κι άλλη θάλασσα
Κι ανοίχτηκε μπουνάτσα γκαστρωμένη φουσκοθαλασσιά
Εγώ δεν έκλαψα. Όχι.

Ωριμάζει η πυξίδα κάτι λίγο στους κύκλους της παλίρροιας.
Κι ο ναυαγός πια από θάλασσα τί να φοβήθει;

Πρόσω,
Ιωάννα.

...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...