Απόδημος ο Έλλην

Πολύ παραπονεμένο το τελευταίο γράμμα σου.
Σας έχει παρατημένους, λες, η μάνα σας πατρίδα.

Δέκα χρόνια πεθαμένος ο πατέρας σου
καντήλι από το χέρι σου δεν είδε.
Για τη μάνα σου να μη φοβάσαι,
εκείνη δεν ξεχνάει.
Εσύ θέλει να τη θυμηθείς.
Το ‘χει καημό να δει τον έγγονά της.
Να τον πάρει στο γόνα, λέει, κι ας πεθάνει.

Ο Σύλλογος μαζεύει παλιοπράματα
- θα κάνουν λαογραφικό.
Δώσαμε τη ρόκα της γιαγιάς σου.

Δε βαριέσαι! Ποιος θυμάται τη γριά
και ποιος τη ρόκα της….

Το κτήμα πουλήθηκε όπως παρήγγειλες.
Στη θέση του σπιτιού θα μπει ξενοδοχείο.
Μα ποιος το θυμάται τούτο το νησί;

Για την πατρίδα δεν ξέρω να σου πω,
αυτά είναι ζητήματα δικά σας.

Για ό,τι άλλο θέλεις γράψε.

2 comments:

Θ. Βοριάς said...

Στην πατρίδα μας,
-εκεί που γεμίζει
χρώματα ο κόσμος μας-
στην καρδιά μας,
κάθε μέρα μεταναστεύουν,
μέσα έξω, δικοί μας χτύποι
και χτύποι ξένων.

Πότε σκίζεται,
πότε φτερουγίζει,
πότε πλημυρίζει,
πότε κρυώνει,
πότε καίγεται...
έτσι είναι οι καρδιές

Sokxenos said...

"Μακριά μακριά
τόσο
εξ επαφής με το τσίνορο της προσμονης
ταξίδι δακρύου
με χρόνου κύμα
προβόλους όχθους

πού πώς
η θάλασσα έξω από τ` όνειρο
έξω από τούτα νερά

Τι `ναι κι αυτό το κάτι
που μόλις νυχτώνει
πιάνει άκρη άκρη κλαδί

κι όλο που πιάνει μια φωνή
δίχως ορίζοντα εξώστη
στην αφωνία βουλιάζει..."

Να μας κοινωνείς συχνότερα
και πες μας τους χρόνους από πριν των νηστειών
και τις ωραίες Πύλες


...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...