'75

Οι καλύτεροι της γεννιάς μου έγιναν φονιάδες
_____________________ έγιναν πρεζάκια
_____________________ έγιναν ποιήματα
_____________________ ή ταφόπλακες
Μείναμε τ'ανθρωπάκια. Δεμένοι στο κατάρτι
της ύλης. Όμηροι κάποιου φόβου.

Ερωτικό

Ακούστηκα από μακριά βουή.
Ρυθμός αρχαίος φυσικός όπως χτυπά σφυρί στ' αμόνι και πελέκι στο κλαδί.
Πλησίαζα κι αχνοφαινόταν το μανιτάρι σκόνη που ξυπνούσα -ένας χαλασμός πυρηνικός αναταράζοντάς την ως τη ρίζα.
Φώναξα:
Είμαι ο Βασιλιάς ο Αθάνατος του Πόνου, ο Δαμαστής των Λέξεων, ο Δαίμονας, ο Κένταυρος, ο Ήρωας, ο Ακόμη Χλωρός... Ο Αναγκαίος
Κι έμοιασε η κραυγή κρυστάλλινη αλήθεια κι αφέθηκα στα μάγια-
αναγκαιότερος του νερού, της πέτρας, του φωτός.
Αναγκαιότερος της θέλησης εγώ, τη λύγισα.
Έφτασα κραδαίνοντας, σπαθί μου, το δώρο της Φωτιάς.
Ζητούσα γη και ύδωρ.
Φορούσα ένα πλατύ χαμόγελο όλο κυνόδοντες, μια υπόνοια καλύτερων καιρών, κι ένα όνειρο που μ' έκαιγε στα στήθια.
Μάρσαρε απ' το στόμα μου ένας λίβαςπου ψιθυρούσε λόγια διάσπαρτα κι εκείνη άκουσε ποιός ξέρει τί... ευτυχία....
Θρυμματίστηκε στα στρογγυλά μου δάχτυλα και γονυκλινής μ'ευχαρίστησε που απ' όλα τα ελέη διάλεξα το δικό της να ζητήσω.
Βάλθηκε να μου δείξει πως τ'αξίζει.
Χαύνοι κι οκνοί οι άνθρωποι- καλά τους λέω- ορθάνοιχτη με δέχτηκε.
Πρόστυχες και νεκρές οι γυναίκες- καλά τις λέω- με λύσσα με φρόντισε.
Και μ΄όλη την ψίχα της μού 'πλεκε νυχθημερόν τα γλυκερά στεφάνια της του έρωτα, του πόθου και του πάθους- απολογούμενη βεβαίως τ'ανάξιό της λίγο διαρκώς.
Ούτε μου ζήτησε καταγωγή ούτε και μπόρεσε το προφανές να δει.
Δέχτηκε με βουλιμία του Δαναού το δώρο:
Πυρ το Εξώτερο που έσερνε θρέμματα της Πανδώρας,
και διαμελίστηκε
μικρά μικρά σφαιρίδιασπαρτά στα πόδια μου. Μια φρικιαστική λασπωμένη αιμοραγία.
Ακροπάτησα προς τα πίσω κι ύστερα εμπρός, κι όλο και πιο βαριά πατώντας έφυγα φτύνοντας μ' αηδία ο χαλαστής το χάλασμά μου.
Έτσι είναι.
Πήρε αυτή ό,τι άξιζε. Γίνηκα κι εγώ ό,τι αξίζω.

Στα 16-17

Εσύ τα μεσημέρια ήθελες ησυχία,
παντός τύπου ειδήσεις τ’ απογεύματα,
τηγανίσματα συνέχεια,
και να βαριόμαστε παρέα στην αυλή.
-Αμερικανιές οικογενειακής θαλπωρής
(κι έλεγες πως εγώ βλέπω πολλή τηλεόραση).

Εγώ τα μεσημέρια ήθελα, βεβαίως, φασαρία,
παντός τύπου συγκινήσεις τ’απογεύματα,
και αλκοολικές συνευρέσεις στα μπαράκια-
όσο πιο μακριά τόσο πιο καλά- ψευτοαυτονομήσεις.
(έβλεπά πολύ σινεμά)

Με ήθελες εκεί και θύμωνα, πνιγόμουν.
Δε σε ήθελα μαζί μου πουθενά
και θύμωνες, λυπόσουν.
Κάθε νύχτα δεν κοιμόσουν αν δε γύριζα.
Και κάθε νύχτα εγώ δε γύριζα αν δεν είχες κοιμηθεί.

Ήθελα τότε,
να είμαι απέναντι σου, όπως οι άλλοι,
που δεν τους κράταγες σφιχτά με την παχύρευστη αγάπη σου
κι είχες για τη ζωή τους όλες τις φιλελεύθερες απόψεις.
(Ξένο το ξένο το παιδί)

Ε, μετά ενηλικιώθηκα- και καλά.
Κι όμως, ρε ‘σύ μάνα, να σου πώ;
Καλά ήτανε μωρέ
-είχα και πισινή.

Πτήση

Αεροδρόμιο,
νύχτα παρά τέταρτο.
Το τέμενος της απώλειας
σ'εορταστικό παροξυσμό.
Ξανά προσκυνητής
σ' άλλη μια πτήση απόψε
-αφομοιώνομαι σιγά σιγά στο μείον
με τους ώμους σηκωμένους
όχι ακόμα βλέποντας, μα νιώθωντας
τους τοίχους.
Ποιός είμαι, πού πηγαίνω
ένας τετραψήφιος τ'ορίζει εισιτήριος.
Ποιός είμαι,
ποιός είμαι
ένας φόβος τ' ορίζει τετραπέρατος
κλωτσώντας τα μηνίγγια
ρυθμικά
κρατώντας το ίσο στους χτύπους
της καρδιάς.

Απόψε γίνομαι κι εγώ πουλί.
Ίσως ο επόμενος ουρανός να ξέρει περισσότερα.

Εργασία και χαρά

Της Μάνας Σεβαστής

Περνάω τις μέρες μου
εξαπλωμένη σ΄όλους τους βωμούς
βράδυ-πρωί αναπληρώνοντας
τ'απλήρωτα μιας φύτρας-
ένα τσίτινο φουστάνι,
μιαν ανάσταση,
μιαν εκδρομή πενθήμερη σε πόλη μακρινή,
τα δώρα που δεν μπόρεσα να κάνω.
Αναπληρώνω με λύσσα
όλα μου τ'αμίλητα
κι ακόμα χρόνος για να παίξω δε μου μένει.

Jean D'Arc

Εχθές αργά
Στο μπαρ το ναυάγιο. Συγκεντρώσου!
Εχθές αργά, λέω,
Σ' ένα μπαράκι από 'κεινα που ακόμη επιπλέουν
Κι ενώ η μπόρα χόρταινε θαλασσοταραχή
Σπάσαν απροσδόκητα τα λόγια.
Είχαν φυράνει, φαίνεται, οστεοπόρωση
Γίναν αλαφρόπετρες
Κι ούτε που έκλαψα.

Το δεξί μου αυτί
από γεννησιμιού κατάδικο- είναι μπουρού
κι ακούω του πέλαγου τον ψίθυρο.
Ακούω
βότσαλα δάκρυα να παίζουν ρυθμικά ψυχοκαθάψια
Ακούω
κύμα στο κύμα το ξαντρίεμα κι ύστερα εκπνοή
Ακούω
οργανικό αντίλαλο τις αλυσίδες του σκλάβου βίρα- μόλα.

Γι'αυτό, άλλωστε, σαν έσκασαν τα λόγια
Και λάσκαρε λιγάκι η πετονιά
Και μύρισε ο τόπος ήλιο κι ιώδιο
Κι ανοίχτηκε κι άλλη στεριά κι άλλη θάλασσα
Κι ανοίχτηκε μπουνάτσα γκαστρωμένη φουσκοθαλασσιά
Εγώ δεν έκλαψα. Όχι.

Ωριμάζει η πυξίδα κάτι λίγο στους κύκλους της παλίρροιας.
Κι ο ναυαγός πια από θάλασσα τί να φοβήθει;

Πρόσω,
Ιωάννα.

Καφενείον η Βιολέτα

Ξημερώνει με ψιλόβροχο.
Ελληνικός καφές και στο βάθος πρέφα.
Τον κοιτάζει στα μάτια.
Αυτός μιλάει για ποιήματα
πετώντας τα χέρια πέρα- δώθε
κι αυτή ανατριχιάζει. Μόνο
που αυτός δεν είναι 'κει
το παιχνίδι είναι στημένο
και τα λουλούδια απεργούν και σήμερα.

τα λόγια μου

Τα λόγια μου δεν είναι όμορφα,
ελεεινή απόξεση μιας σαπισμένης μήτρας,
λεκέδες φλόκια, ξεραμένη πληγή στα στήθια λήθη.
Είμαι μια αποβολή Τετάρτη μεσημέρι ένα τσιγάρο εξ' από 'δω.
Ίριδες κουμπότρυπες στα μάτια -πόνεσα να σε κοιτώ-
ώρες που στροβιλίζομαι αιμόφυρτες φλέβες απουσίες.
Σακατεμένη, σου λέω, από μικρή στο ύψος της καρδιάς.
Άγκυρα. Δόκανο. Φρεσκοσφαγμένο αρνάκι στο γρασίδι.

Μή με κοιτάς έτσι! Τί κοιτάς; Σακατεμένη!
Είναι που δεν αντέχω άλλο.

...

Γιατί έτσι. Γιατί απ' την αρχή μόνο προς το τέλος ταξιδεύω.
Ιδρώνω. Ατέλειωτη απόλαυση η κώχη του ποτέ- ας μη σ'αρέσει η λέξη.
Ατέλειωτη όπως όλα τ'ανεκπλήρωτα. Ποιητική αηδία τρία φάσκελα- Πάμε!
Τότε μιλούσαν για στιγμιαία μοναχά πραγματικότητα κι εγώ γελούσα, τώρα
-Ιδρώνω λέμε- μα δε μπορεί,είπα, να 'ναι όλα ποταμός. Υπάρχεις; Τί υπάρχει;
Δεν ξέρω δεν ξέρω στροβιλίζομαι καπνός, φωτιά όχι, όχι φωτιά- κρύφτηκα ή ακόμη;
Έμεινα παγωμενη ανάμεσα στα λόγια και μια αιωνιότητα θολή
Νεκρή τριάντα δευτερόλεπτα- απορώ απόρριψη απορέω- ωραίες λέξεις...
Με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο την γενναιότητα του σκύλου μόνο και κρύο.
Έλεγες πως ανακαινίζουν- Ποτέ σου δε θα μάθεις; Δεν ξανανειώνει τίποτε.
Θάνατος επιεικής- ανάποδα οι μηχανές- δε γεννήθηκε ακόμα. Ούτε παράταση δίνεται.
'Ενα λεπτάκι μόνο. Σε παρακαλώ. Τουλάχιστον να αυτονομηθώ ν' αυτοκτονήσω κάποτε.
Λιγοστάκι Λογιστάκι Γυναικάκι Γραφιαδάκι Πουτανάκι Ανθρωπάκι Σκουληκάκι
Ελάτε κύριε, πάρτε ένα υποκοριστικό. Ποιό σας αρέσει καλύτερα να σας το κεράσω;
Ιδρώνω γαμώτο! Πάρτε αγαπητέ, σας βολεύει καλύτερα ένα γλυκερότερο; Κοριτσάκι;
Σκατουλάκι; Διακοπτάκι; Πάρτε τα όλα να μην έχω ψευδαισθήσεις πια.
;Γιατί έτσι. Γιατί, εν τέλη, σ' όλα τα κράσπεδα μονάχη έκλαψα.

Jack the Ripper

Έγινε διάσημος με πέντε φόνους.
Πέντε ιερόδουλες στους δρόμους του Λονδίνου
κι όλη η Ευρώπη ξεσηκώθηκε.
Σήμερα ούτε μονόστηλο στην Καθημερινή
δεν θα κατάφερνε.

Υποσημείωση

Τρεισήμισι χιλιάδες αδικοσκοτωμένοι στον Άγιο Ραφαήλ
άλλες δυο χιλιάδες στην Ακτή του Ηλίου
κι αυτή ήταν μόνο η πρώτη επίθεση.
Μισό εκατομμύριο χαράμισαν οι δύο Ισπανίες
κι εμείς ακόμη κλαίμε το Καμίνο ντε λα Φουέντε.
Κύριοι,
δε φάγανε μόνο τον κακορίζικο τον Λόρκα.

La nina bonita

1936
R.I.P.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμη
Έσκαβαν με λύσσα
σαν να ήθελαν να την εκδικηθούν
Φτυάρια κι αξίνες ένας παλμός
-η καρδιά της όμορφης παιδίσκης.

Όταν αποτελείωσαν πια
στήθηκαν σειρά μπρος στα σκαμένα.
Δεν έφταν' ο ιδρώτας
- ήθελε κι αίμα η καρδιά.

EVA

Κόκκινα κατακόκκινα μαλλιά
πεταμένα πάνω σε γκρίζους ώμους
λαγοκοιμούνται
περιμένοντας τον επόμενο βρωμιάρη
να τ'αρπάξει
23 24 25
Τι σημασία έχει;
Ο απλήρωτός της χρόνος δεν μετράει.

(-)

Όσο σ' αγαπώ
θα σε πληγώνω.
Κι εσύ εμένα.
Κι αυτός.
Κι ο άλλος.
Είμαστε ανίκανοι ακόμη και γι' αγάπη.
Κάτι ξεχαρβαλωμένα μισόλογα
με το νόημα χαμένο στο κενό.

Μάιος 2007

Εμένα η πατρίδα μου,

ξεκινάει απ' τα πέτρινα σκαλιά δημοτικού
κι ως το χαγιάτι σου δραχμές τριάντα και μια ηλιαχτίδα απόσταση.
Κραυγή τριγωνική κατά το βάθος, ευγνωμοσύνης ή εκδίκησης δεν ξέρω.
Μόνο χορδές παντού/ σπασμένες μουσικές/ ιλλίγγου αγγίγματα,
πέφτουν παραπατώντας πάνω σ' αλαλλαγμούς φυγόκεντρης απώλειας.

Μια γούβα πράσινο νεράκι η πατρίδα μου εξατμίστηκε.

Πρώτη Φορά

"Καλημέρα...
de profundis... πάντα"

Έτσι είν' οι έρωτες
έχουν βάθος, τρυφερότητα, αιωνιότητα
για λίγο.

Ύστερα
έρχεται η καληνύχτα
τα δάκρυα, ο πόνος, η δίψα
για περισσότερο.

Τότε
βλέπεις τί σημαίνει
"εκ βαθέων".

Καλημερ'νό

Λάλλησε κόκκορα.
Ξελαρυγγιάσου, φούσκωσε,
σήκωνε τον τόπο.

Και ρόιδο να τα κάνεις
το χώμα θα σε φάει.

Σ' εσένα

Δεν με νοιάζει
αν με πεις κακό ποιητή.
Ούτε κακή παρέα.

Μόνο κακός άνθρωπος
καίγομαι να μην πεις.

Ελεύθερος χρόνος

Η νύχτα το κολαστήριο μου.
Εκεί με περικυκλώνει και με βιάζει.
Ανιχνεύω στα ψηλαφητά σκιές φαντάσματα υγρασίες
Σαν κι εκείνο το παιχνίδι
που βάζεις το χέρι σου τυφλά σε μια χαρτοσακούλα
και μαντεύεις.
Δουλευω δουλεύω δουλ εύω ευω ευω...
Βουίζει το κεφάλι μου
χίλιες μέλισσες εργάτες το δευτερόλεπτο
σε λίγο, να δεις, θα ξεχάσω τί ξεκίνησα να γράψω.
Με κοιτάζει το ρολόι κατάματα.
-Καταδότη ρουφιάνε ξεδιάντροπε!
Οι δείχτες του με βρίσκουν στο δόξα πατρί
και τυφλώνομαι.
Μαγκώνω μια λέξη
και την κάνω σφεντόνα στα κουτουρού.
Τελιώνουν κι αυτές...
Σπάνια πια να μπει καμιά απ’ το τζάμι:
«αναξιόπιστος» «ξυλάρμενο» «κουκιά»,
πόσα να δείξει ένας φωταγωγός;
Πιάνω μια κατακόκκινη
και την καταπίνω στο στεγνό. Έρωτας.
Σαν ετοιματζίδικο πλατεία Κάννιγγος.
Άλλη. Φόνος. Τζίφος κι αυτή.
Θα σε νικήσω, θα σε λιανίσω θα σε σκι θα σε θα σε
Απέθαντος.
Λερναίος.
Με κρατάει πετρωμένη στο «σκοπεύσατε»
με τ’ άντερά μου περασμένα στο λαιμό
τριάντα χρόνια.
Αρρωστάκι. Σαδιστής.

Τελευταία ευκαιρία:

Θάνατος.

Κυρίες και κύριοι νενικήκαμεν-
καλό σας βράδυ.

Χαμένου Χρόνου

Aγαπητό μου υποσυνείδητο,
εσύ που τόσες με θρέφεις απουσίες
γιατί ποτέ σου δεν με γλύτωσες
από μια επερχόμενη απώλεια;

Αφού το βλέπεις πρωτύτερα
πώς κάποιες συνθήκες
μπορούν να οδηγούν
μόνο σε θάνατο.

Αντί στεφάνι


1η Μαίου 1851

Franz Xaver WINTERHALTER,
(Menzeschwand 1805- Frkankfurt 1873)
Λάδι σε Καμβά, Βασιλική Συλλογή, Windsor.
_____________________
Η πρώτη Μαίου υπήρχε πολύ πριν την εργατική Πρωτομαγιά,
όπως όλες οι θυσίες προϋπάρχουν του διαφωτιστικού τους ιδεώδους.
Να το θυμάμαι όποτε νομίζω πως ανακαλύπτω εκ νέου τον τροχό.

Άσχετο

Να τριφτώ και να βρώ ποιά είναι η φωνή μου πίσω απ' τις φωνές των άλλων. Αυτός ήταν ο στόχος. Σκίστηκα στο δοκίμιο και ποιητές πια διαβάζω με το μολύβι στο χέρι. Κάτι σαν να βρήκα.

Τώρα γίνεται άλλος ο σκοπός. Να βρώ πού φαλτσάρει, πού κομπιάζει η φωνή κι αν διορθώνεται. Νέος κύκλος αιματηρών διαταραχών...

Πες μου πού μπατάρει. Πιο χρήσιμο δεν έχω να ζητήσω. Όχι τί μεγαλειώδες- κανέναν δε βοηθάει αυτό- αλλά πού κότσαρε, πού 'ναι για πέταμα. Αυτό βοηθάει...

Το προηγούμενο συγνώμη που το ξήλωσα αλλά δεν μου πολυταίριαζε. Παραμελοδραμάτιζε κι αρχίσαν να κολλάν' τα πλήκτρα του PC μου. Δεν επιτρέπεται να γίνει εδώ απακούμπι για την τρυφηλότητά μου. Ο μελοδραματισμός των ποιητών είναι σε άλλο blog. Όποιος τα λέει πρέπει πρώτα να τ' ακούει αλλιώς καταντάμε ίσα μ'αυτά που κοροϊδεύουμε.

Με το συμπάθειο κι όλας

Καληνύχτα

[..............................]
Αγάντα!!!

(Πολύ το φοβόμουνα πως δε θαν τη σκαπουλάρω, Λύκε!)


Αλόχα,
Ναταλία

&

Εμείς αγαπιόμαστε ό,τι και να γίνει, ε;

Ήθελα να σου γράψω κάτι πιο γλυκομίλητο
αλλά δε μ'αφήνει το χαρτί
-μ' έχει τυλίξει και βαράει στο ψαχνό
για να μου σπάσει τον τσαμπουκά νομίζω
και να με κάνει θρύψαλα στη μέγγενή του
να γράφω πια μόνο τη λίστα του σουπερμάρκετ
και ραβασάκια στον Ιάσωνα. Δεν πειράζει.
Θαν τα μασήσω εγώ καλά-καλά τα λόγια
και θα προσέχω σαν τα μάτια μου
να μην το ξαναπώ το ψέμα
και μείνω μόνη μου και στον απάνω κόσμο.
Θα βάλω όλη μου την τέχνη
και θα τα ξεχωρίσω τα όνειρα απ' τις σάρκες
ξύγγι - ξύγγι.
Και θα το καταπιώ και το γαμώτο μου
κι όλες μου τις βρισιές αχώνευτες.
Δεν είναι για το τέλος που οργίζομαι- μη νομίσεις-
είναι που δεν το κατάλαβα να σε ρουφήξω πρώτα
κι ακόμα σε διψάω.
Δεν πειράζει όμως,

εμείς αγαπιόμαστε ό, τι και να γίνει..... Ε;

Παραγγελία

Κοίτα μην αρρωστήσεις, Μάνα!
Τον νού σου στο παιδί.
Αφήνω ένα φράγκο στο τραπέζι
και την κορδέλλα μου για τα μαλλιά.
Άλλα δεν έχω.
Να μην τα πιάσετε τα βρώμικα στο χέρι εσείς.
Να φέρεις άνθρωπο να βάλει μια φωτιά
να γίνουνε καυσόξυλα παλιοσίδερα και στάχτη.
Έτσι θά 'χεις και δικαιολογία
-Πυρκαγιά να πεις.
Κοίτα μην πιαστείς κορόιδο
και πεις ότι δεν άντεξα την άνοιξη.
Παιδί είναι. Δεν θα καταλάβει.

*

Εδώ
στο ρείθρο του χρόνου που σφήνωσα
κάθετα στο μέλλον να δώσω ένα σάλτο
και να τελειώσουν όλα
Να σκάσω με φόρα στον πάτο του λάκκου
φρεσκοσκαμμένος και να είναι σαν τσουλήθρα
που κάνανε τα παιδιά στις σκάλες κι εγώ φοβόμουνα
Πάντα φοβόμουνα
Όλα τα φοβόμουνα
Μού ‘μεινε κειμήλιο ένας γκρίζος φόβος.
Καλύτερα.
Άσπρα είναι τα άδεια πράματα, τ’ αγίνωτα
Μια ατευλεύτητη πρόκληση να δώσεις να δώσεις
να δίνεις συνέχεια
καντάρια το αίμα
να περιφέρεται σκιάχτρο
να φοβερίζει τα παιδιά

Φυλαχτείτε παιδιά!

Από την μπόχα τη μιζέρια την τρέλλα μου
Εμένα δεν με νοιάζει κι αν δεν με πλησιάσει πια κανείς σας
Εγώ δε χρειάζομαι ανάγκες.
Τίποτα δε χρειάζομαι
μαθαίνω να είμαι τρελλή βλέπετε
κι αυτοί είναι συνήθως αυτάρκεις.

Προπαντών, όμως, μη μου χαμογελάτε
Τα σκιάζομαι τα σαγόνια σας Κανάγιες!
Ουρλιάξτε όλοι μαζί
(Μην το εννοείτε, δεν είναι υποχρεωτικό)
Φωνάξτε να γεμίσω λίγες τρύπες ακόμη
από ‘κείνες που αφήνει ο τρόμος
να κάνετε κι εσείς το κομμάτι σας να πάρω φόρα....

Μπουρλότο και ΒΟΥΡ!
κι ας πάνε στο διάβολο και τα ποιήματα
να ησυχάσω κι εγώ
να ησυχάσετε κι εσείς

Μετά

Πονάω στη μέση

Τρεις μέρες εδώ
να κοιτάζω κατάματα λόγια-ξυράφια
...κι ακόμα δεν τυφλώθηκα
δεν κοκκάλιασα να γίνω πέτρα
δε γονάτισα να λιώσω
ένα δάκρυ αρμυρό...

Λιγάκι μούδιασα μόνο
και μ' έπιασε η μέση μου.

(τόση μοναξιά πώς να τη σηκώσω;)

Πώς έγινε

Ήρθες. Το σακάκι σου μύριζε σπουργίτι κι αγριεμένη θάλασσα. Απλά ήρθες. Σαν να τέλειωσ’ η Μονόπολη και νά ‘ρθε η ώρα να βγούμε στη γειτονιά με τα ποδήλατα. Τα μάτια με τους χαρταετούς αμολυτούς όλο καλούμπα. Σ’ έφερα στο κουκλόσπιτό μου – έτσι τό ΄χω για να μικραίνω κι άλλο να παίζω κρυφτό με τη Ναταλία, τον ήλιο και τ’ αδέσποτα να μη με πιάνει η φάκα και γίνω τσίχλα σε ξώβεργα και κολλήσω. Έκατσες στο στρογγυλό της καρέκλας κι εγώ σού ΄βγαλα αμέσως τα παιχνίδια μου να σ’αρέσει ένα και να σ’ το χαρίσω ν’ανταλλάξουμε. Να μου δώσεις εσύ μια θέση κάτω από την κόκκινη ομπρέλα σου να κρύβομαι όταν βρέχει πολύ νερό στα μάτια και νά ‘μαι πιο λίγο μόνη μου. Άμα έχω κότσια κάποτε θα ‘ρθω να σε τραβήξω απ’ το μανίκι να ξαναρθείς να παίξουμε.

Domestic Violence

Είμαι μια καρικατούρα ξεφτίλα
Φανοστάτης με σπασμένο το τζάμι
μέσα υπόγειο κελί μες στο σκατό και τη βρώμα
το σκυλί να λυσσάει και να σκίζει τα πάντα
Σικίνου και Φωκίωνος γωνία
λίγο πριν τα χαράματα

Είμαι μια σκύλα γεννημένη
πετσί και κόκκαλο ξεφτισμένη
ματωμένη ως το μεδούλι
με τα λύσσακά μου φαγωμένα
όρθια να κλαίω έξω στο δρόμο
Σαββάτο βράδυ να χαχανίζουν οι περαστικοί
και να μαζεύονται τριγύρω
κι άλλα σκυλιά για συμπαράσταση

Είμαι μια κακομοίρα χαζή
κρυμμένη κατ’ απ’ το τραπέζι
με το κουζινομάχαιρο στο χέρι
-άκυρο γιατί μόνο να πέσει θα τ’ αφήσω-
να φοβάμαι και να κυλιέμαι χάμω σα σκουλίκι
και να τρέμω

Αλλά όχι γι’ αυτά. Ξεφτίλα σκύλα και χαζή
είμαι γιατί πάλι θα βγάλω μόνη μου τα μάτια μου
δε βαριέσαι θα πω/ δεν πειράζει/ έφταιξα κι εγώ
θα ρίξω το κεφάλι θα πατήσω την ψυχή με τα τακούνια
Τετάρτη με ψιλόβροχο
και πουτάνα πεζοδρόμιου Σόλωνος θα σηκώσω τα πόδια
και θα στηθώ όπως μου πρέπει ανάσκελα
να μου τρίψει κάποιος λίγο την κοιλιά
να κοιμηθώ για να μη νιώθω
και να με ξ ε κ ά ν ε ι.

Ποιά ποιήτρια ρε;
Πού την είδες;
Απ΄το πρωί ως το βράδυ αραχτός στην πολυθρόνα
τσιγάρο στο στόμα και τ' αριστερό στο βρακί
εφημερίδα-ποτάκι-τσόντα-ποιήματα-μαλακία-τσίχλες
όλα μαζί σωρός στο βαλτωμένο σου
άπλυτα παλιόρουχα που βρωμάνε πεταμένα
Ρούφα ρε! Ρούφα τα όλα ίσα!
Πεινασμένο μωρό κρεμασμένο σε σάπια ρώγα
μυξοκλαίει και χέζεται στον ίδιο τόπο
και δεν ξέρει αύριο
δεν ξέρει είμαι και θέλω/ γουστάρω κι αγαπάω/
νιώθω/σκέφτομαι/ νομίζω.
Τίποτα.
Ρούφα παλιογλύφτη!
Έξω την γλώσσα ρε!
Έξω, να τεντωθεί όσο μπορεί και να ξεράσεις για να νιώσεις.
Ως το χώμα ως τα παπούτσια μου
και τη σαπίλα μου κρεμασμένη στο λαιμό χάντρα πλαστική
και τη μιζέρια μου ανάγλυφη μπροστά σου
να τη γλύφεις όποτε θες με τα άδεια σου λόγια
και τα άδεια μάτια κουμπότρυπες παλιού παλτώ
άδεια ψυχή σαπιοκαραβέλα με τεράστια κατάρτια αναπόφευχτα
να μασουλάς την ίδια καραμέλα μεγαλείο μου
να σου λιγδώνει το μυαλό και να σε λιώνει
φρούτο στο πεζοδρόμιο μέρα λαΐκής
Ρούφα γαμημένε!
Ρούφα την ψυχή μου και ρέψου ψευτονόημα.
Πέτα μια εξυπνάδα παιδί δημοτικού κακότροπο
κι αγόρασε με/ πούλα με/ μίλησέ με/ ζωοτόμησέ με
γίνε αρχοντάς μου με το μεγάλο σου κωλοβυθόμετρο σκήπτρο
να τσιγκλάς να κεντρίζεις και να χτυπάς στην πλάτη
καλό παιδί η φουκαριάρα κερδίζω τρία κάστανα.
Ρούφα ό, τι θες και σκύβε!
Προσκύνα!
Φίλα την κατουρημένη μου ποδιά ξεφτίλα
να φανεί με τον κώλο τουρλωμένο η αρχοντιά σου
και να σου δείξω τί το κάνω το σκήπτρο σου!

Ανώφελο

...δε μας λυπάται καθόλου η ψυχή μας
να δίνει για τ’ ανώφελο αποθέματα
με μόχθο μαζεμένα,
και πάλι να μας βαζει να τρυγάμε,
σκλάβοι, το άωρο της γέννησης αμάρτημα.

Δε βλέπει φαίνεται που είμαστε
κρεμάστρες για τις σάρκες μας,
να περιφέρονται στο δόντι της ζωής,
στάρι –μυλόπετρα,
ίσα στην έκβαση της σκόνης.

Ή να το βλέπει, τρισχειρότερα,
και νά ‘μαστε λαμπάδες τάμμα
στο παράλογο, το αβάσταχτο,
το λίγο το ξύλινό μας πόδι
ίσα να βαφτιστούμε θήραμα
στον σκώληκα μαζί και τον Θαυματωρό

Τηλεπάθηση


Βουνό πληροφορίας κλεισμένο
σ’απομονωτήρια χρήσης οικιακής
Δε θα τους πω αποχωρητήρια ακόμη
τους νέους σου βωμούς.

Το γένος της απομόνωσης.

Κατακλύζονται τα σύρματα
με τις χιλιάδες- με τα εκατομύρια....
Δίκτυα δισέγγονα μεταμοντέρνας αγοραφοβίας.
Δεν θα τα πω κελιά τα νέα σου παλάτια.

Το γένος της αποξένωσης.

Οι χειραψίες πέφτουν καταγής.
Τηλεπαθητικές οι επαφές σχεδόν
για να κρύβονται όσον μπορούν τα μάτια
Δε θα τους πω ασπίδες τους νέους σου καθρέφτες

Το γένος της αποσιώπησης.

Έκανες την αυτοκαταστροφή σου
είδος προστατευόμενο.
Ανθρώπινο δικαίωμα προς πώληση
σε μονάδα συσκευή ηλεκτρονική.

Το γένος της ψυχρότητας.

Εσύ αν θέλεις κλείσου εκεί
-στη νέα σου Εδέμ
κι ας είναι Γολγοθάς που δεν τον βλέπεις
(πότε σώθηκε κανείς χωρίς να θέλει;).
Να συναντάς εκεί, με ραντεβού,
το τελικό προϊόν του πολιτισμού σου
και να παραλαμβάνεις της μοναξιάς
την υποχρέωση που κέρδισες.

Εγώ σε θέλω μπρος μου πλάσμα ατόφιο
κι αν δεν μπορείς χάσου καλύτερα.

Λιγοστάκι

Κατά το πάπλωμά του
άπλωνε τα ποδάρια
κι όσο γινότανε λιανά.

Κατά τη λίγη κατοχή
άπλωνε λίγο νου

Πολύ αργότερα φάνηκε
πως για να ζήσεις λιγοστάκι
πρέπει να κάνεις τον καμπόσο.

Με χορούς κυκλωτικούς

Υπάρχω ύπαρξη συσσίφεια.
Στρόβιλος ατέρμονος μέχρι το μαύρο,
ν’ανασκαλεύω τα ίδια αδιέξοδα
που από μικρή έχω ντυθεί.
Κλαίγοντας την ίδια φρίκη,
ανασαίνοντας τον ίδιο πόνο,
μασουλώντας το ίδιο το σώψυχό μου τ’άδειο
κάθε γαμημένο πρωί. Κύκλος.


Το είναι μου όλο μια χούφτα χώμα.
Σκόνη που τη γεννά το σώμα μου εκείνο
που από την πρώτη μου στιγμή το ζώθηκα κελί.
Που φυτρώνει από το δέρμα μου,
που ξεπετιέται απ’ την ανάσα μου,
που απ’ τον ιδρώτα του ίδιου μου του κόπου ξεγεννιέται
παραφυλώντας να με λιώσει. Να πάρει σειρά
του επόμενου η κωλοσκόνη. Κι άλλος κύκλος.


Όχι, που νόμισα ότι θα κάνω ντου και θα γλυτώσω!
Κύκλος η ύπαρξή μου, κύκλος κι η καταδίκη μου.

Αρχαία Πτώματα

Πόσο χαριτωμένα σπάζει ένα πόδι;
ή χέρι; ή άλλο κόκκαλο;
Και πόσο τακτικά ξαναχτίζεται
κι αντέχει πέρα από το θάνατο
ν' αγκαλιάζει το κάταγμά του αυτό και να υπάρχει;

Αυτό το λέω για σας τους αγαπητικούς!
Πόσες αγάπες να ξεθάβει τάχα ένας αρχαιολόγος;
ή σκύλος; ή άλλο σκάψιμο;
Και πόσο πιο έυκολα, με δύο λέξεις,
ραγίζει μια αγάπη από 'να παλιοκόκκαλο;

Στον Πατέρα μου

Σου έκλεβα τα τσιγάρα σου τα βράδια που κοιμόσουν.
Το ήξερες;

Τα μεσημέρια φόραγα τις γραββάτες σου
και κοιταζόμουν στον καθρέφτη σου γελώντας.
Έπαιρνα και τη θέση σου στο κρεββάτι
και κοιτούσα τηλεόραση αγκαλιά με ‘κείνο
το μελάτο μαξιλάρι σου που μύριζε
ανάπαυλα και τελευταία ροφηξιά ημέρας.
Περίμενα με χαρά πότε θα λείπεις
για να κρατώ εγώ την κεντρική του καναπέ ισχύ
και ναν’ δικό μου όλο το πιλοτήριο της δειλινής αναψυχής.

Τώρα,
μ’ όλη την άνεση να ξαπλώνω στους καναπέδες
κρατώντας τις χειριστήριες επιλογές δικές μου
σκέφτομαι τί καλά νά ‘μενα από τσιγάρα ένα βράδυ,
και ζωσμένη τη γαλάζια σου ανοχή γραββάτα,
να ‘ρχόμουν να σου κλέψω κανα δυο...

Αποξένωση

Δεν έχω μάνα πατέρα παιδί αδέλφια.
Είχα.
Τα παράτησα.
Για να γυρίσω τάχα επιτυχημένη
φορώντας στο λαιμό τις πληρωμές,
ιδρώτες πελατών απ’ τα μπουρδέλα,
και χαμόγελα ναρκωτικά σκουλαρίκια
τριγύρω στα βλέφαρα να τυφλώνομαι πρώτη εγώ
και να μη θυμάμαι
να γουστάρω.
Για να μπορούμε έτσι μαζί και καλύτερα χώρια.

Τούτη τη σαπίλα δεδουλευμένη κι ακριβοπληρωμένη,
μ’όλο τον φόβο της πολυβόλου μοναξιάς,
τη δώρισα με κόκκινη καλλυντική κορδέλα
στον πυρήνα που με πέταξε απροσάρμοστο νόθο
και τώρα δεν τους βλέπω.

Με τί μάτια να σε δω πατέρα;
Με τί χερια να σε πάρω αγκαλιά παιδί μου;
Με τί ανάστημα ν’ανέβω τα σκαλιά
της σφουγγαρίστρας σου μανούλα;

Και στα πιο ψηλά
και στα πιο χαμηλά κουφώματα
βρίσκει η καρδιά μου.
Και το κεφάλι μου λιωμένο
σε μια βαθιά υπόκλιση κωλοφεράντζα,
να χάσκει το τρύπιο μου,
βρίσκει παντού.
Σε ταβάνια φιλιά υποχρεώσεις και ψέμματα.

Για να γίνω σαν και σας
όπως σας νόμισα.
Αλλά είχα αγοράσει χαλασμένο φιλμ φωτογραφίας καραμέλα
απ’ το περίπτερο που τό ‘χε δει ήδη πολλά καντάρια παραμόρφωση
και χάθηκα στον δρόμο, ή στη σελήνη γυαλιστερή πόρτα ορθάκλειστη,
ή στα μαγνητικά νέον που εκπέμπουν οι βιτρίνες.

Για να γίνω αλλιώτικη όπως νόμισα.
Για να έχω κάτι παραπάνω.
Για να μπορώ κάτι περισσότερο.
Για να αξίζω μιαν υπεραξία πιο γαλανή
να μη λυπάμαι που ποτέ δεν είδα κόκκινο.

Για να παίξουμε μαζί το μόνο παιχνίδι που μου μάθατε
με τις διακρίσεις να σφίγγουν τους καρπούς μου χειροπέδες
και τις πολυτελείς μου αξιώσεις
να με γαμάνε αλύπητα στο στέρνο.

....και πουλήθηκα μάνα....
Με το ίδιο πωλητήριο. Το δικό μας λέω. Το οικογενειακό μας.

Για να μάθω καλά την τέχνη σου
να τρώω το κενό μου σουβλάκι στο κρεββάτι
κοιτώντας παραπληροφόρηση πισωκολλητό ως τις έντεκα
κι ύστερα να το βάζω στην πόρτα να διώχνει τα όνειρα.

Μονο τέτοια φετίχ έμαθα να παίζω
κερδίζοντας παρτίδες αδιάκοπες μέχρι να σε σκίσω
στο παιχνίδι σου το ίδιο και να μείνω ανάπηρη και να μή σ’ έχω.

Με τι μάτια νά ‘ρθω να σ’ αγκαλιάσω, τώρα
που τα πούλησα και πήρα κάλτσες δίχτυα των βημάτων μου
να δένουν την τιμή μου στο κατάρτι του κέρδους;

Δεν έχω μάνα
πατέρα παιδί αδελφή αδελφό
Αδελφέ...

Κλοπιμαία

"Μωρά που κλαίνε στις κώχες των ματιών οι θλίψεις "

[...]

"Και όσο θα σας μιλώ
τα μάτια μου θα είναι η αλήθεια των χεριών μου."

Από το Εύκολες Μαργαρίτες της Ιωάννας Γ., http://iwannagkarosi.blogspot.com/

Γιατί είμαστε και στην ενοχή και στην θλίψη
και στον τραυματισμό αυτόχειρες

Δήμια μοίρα

Δεν κατάλαβα πώς ακριβώς εξαϋλώθηκε
ολόκληρο προσχεδιασμένο μέλλον.
Από μια τυχαία συγκυρία ξεκινάνε πάντοτε τα δράματα.
Όχι ότι έχει ανάγκη από συνθήκες το μοιραίο,
δεν συνθηκολογούν οι δήμιοι.
Οι δήμιοι εκτελούν.
Όνειρα, ελπίδες, μέρες...
Ώσπου να μείνουμε σωστά κουφάρια
έτοιμα για συγκομιδή.

Νέα περί του θανάτου της Βαγδάτης, στην οδό Εθν. Απελευθέρωσης, την 31η Δεκεμβρίου 2006.

Είναι δυνατοί οι Σωτήρες μας.
Δυνατοί και ακατάπαυστοι
Σαν τους χτύπους της καρδιάς μας
Σαν τον κρότο των όπλων τους τη νύχτα

Μας σώζουν
Από τη φρίκη των τυράννων μας
Από τη φοβέρα της θρησκείας μας
Από τον σκοτεινό λαβύρινθο της σκέψης μας.

Μας απελευθερώνουν
Απο το μαρτύριο της ελευθερίας
Που είναι βάρος ασήκωτο ευθύνης
Στους ώμους των σκλαβωμένων μας κορμιών

Εξαγνίζουν
Το χυμένο αίμα
Των αδικοσκοτωμένων αδελφών μας
Με νέους φόνους. Δίκαιους.

Αποκαθιστούν την τάξη
Με τα ακάθεκτα στερρά τσεκούρια τους
Που δεν παύουν αν δε δουν αίμα στα μάτια των παιδιών
Που δεν ξαποσταίνουν αν δεν γευτούν ικεσία στο χώμα των αυλών
Που δεν χορταίνουν αν δε νιώσουν παράλυση στο μπράτσο της αγχόνης.

Κι έτσι υπάρχουμε ανέμελοι πια και ασφαλείς
Στη σκια των λυτρωτών μας.

Τοκογλύφος Ενοχή

Ποτέ ως τώρα δε με λυπήθηκε
να αφήσει τους φόβους μου ανεκπλήρωτους
και τις ελπίδες μου αχρέωτες.
Είναι αναπόφευκτα συνεπής η τοκογλύφος ενοχή μου.
Απανταχού επιβλέπουσα μεγάλη αδελφή,
προσημειώνει μία μία τις ευθυμίες μου.
Νά'ναι ακριβές το μερίδιο της χαράς
που θα σφραγίσει όταν θα έρθει η ώρα.
Της προσκομίζω τους τόκους των στιγμών μου,
κι αυτές πια, στείρες μανάδες τιμωρίες,
σουλατσαίρνουν σε ενθύμια και φωτογραφίες.
Ό, τι κι αν της πληρώσω γυρίζει πίσω
συναλαγματική αδειασείστου αμφιβολίας.
Αχόρταγη εξαϋλώνει με την ίδια μου την επιμονή
κάθε νύχτα έναν λόγο ύπαρξης οψίφυγο,
αλγοριθμώντας τον σε κάποια λογική επιταγή.
Εκδικούμενη φαντάζομαι και τις δικές της επενδύσεις
που δεν ολοκληρώθηκαν να γίνουν πένθη ενήλικα.

Δεν ξέρει πως τα διψώ πια
τα διαμαρτυρημένα της δαγκώματα.
Πως πια την περιμένω
να διεκδικήσει τις αποναρκωμένες ώρες μου .
Είναι μεγάλη παρηγόρια η καταδίωξή της.
Όπως όλοι οι πόνοι που νομίζουμε πως μας γλυτώνουν απ' τη λήθη.

...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...