Όπως Κοιμάσαι

Σατισμένη η στιγμή ακινητοποιείται σαν να πιάστηκε σε
δίχτυα φωτογραφικού φακού. Ο τοίχος την ακολουθεί,
αφοπλισμένος κι αυτός, υποχωρώντας σε μια βαθιά
υπόκλιση. Το φως σκοντάφτει στα πιο ψηλά κυρτά και
στις κορφές και κοκκαλώνει- μάτια ζαρκάδια εθνικής οδού.
Τίποτε δεν κινείται. Όλα
- κι η επιφύλαξη ακόμη-
στημένα σ' επιφυλακή.


Λογικό.
Πού ακούστηκε να κοιμούνται οι άγγελοι
στα χέρια των ανθρώπων;

Λαβύρινθος

Της απουσίας τα δύο άκρα εν χορώ...
Άκρες του μίτου σου, Αριάδνη, που εκκρεμούν.
Ίδια φορτία, ίδιο βάρος,
κοινή η θλίψη της απώθησης που τες βαραίνει.

Οι πόλοι κοινωνούν νυκτίως
με σιωπηλές φωνές ηλεκτρικές
και λογιών απρόσωπα πλήκτρα.

Η μόνη που θυμάμαι μυρωδιά
είναι στην πίκρα του τελευταίου μου τσιγάρου.
Η μόνη γεύση ένα αντίο αρμυρό
ίδρως απόκοσμος μιας μάνας παρουσίας που απέπνευσε.
Απόμακρη της ελπίδας η ακατέργαστη κραυγή.

Καλύτερα να μας άφηνες
να χαθούμε απ' την αρχή, Κυρά,
παρά που με τέτοιες ανεκλπήρωτες ελπίδες μας βασάνισες.

Του ΑΜ

Το ποίημα αυτό το έγραψε κάποιος άλλος όχι εγώ. Είχα την τύχη να το διαβάσω απόψε. Είναι σε πολύ αρχικό στάδιο ακόμη αλλά μου άρεσε πολύ η συνειρμική κλωστή του κι έτσι το παραθέττω:

48

Περίεργο πράγμα!
Πιάσαμε τα δύο άκρα και τα 'χουμε ξεχειλώσει
Απο τη μια η απουσία-απο την άλλη, ξανά η απουσία!

Περίεργο πράγμα!
Δεν είναι καλό ή κακό -είναι απλά περίεργο...
Μα μέσα στην αμφιβολία του-γιατί φυσάει στραβά;
Να τος και ο Κρόνος ήρθε να μας το δείξει-
Το δις σοφέ μου άμοιρε τι σου ρθε να το κάνεις;

Συγνώμη κε Shroedinger μα δεν ξέρω τι κάνει η γάτα...

ΠΧ ετών 62

Πέτρινο λιόγερμα γυρνά πεισματικά την πλάτη
συλλογώντας το υπερπέραν.
Η καταδίκη του να πατά με τα καπούλια
μικρή πράσινη χαράδρα περασμένα τα εξήντα
-λίγο μετά το άνθος της ηλικίας της.

Μικρή πράσινη χαράδρα εξήντα δυο χρονώ.
Να μπορούσα να σε υιοθετήσω μάνα.
Να σε στείλω στο βράχο να θηλάσεις Καρυάτιδες.
Να σε στείλω στο λόφο να χωρίσεις ντουβάρια.

Και κουρασμένη μια Κυριακή του καθισιού
ν’ απλωθείς στον πρόναο Βασιλικής με τρούλο.

Να μάθεις τον πιστό Άμισο και Μυκήνες.
Να μάθεις τον αυλόγυρο βρούβα και σάψυχο
και το χορτάρι ασπάλαθο, άψινθο, μοσχοκάρφι.

Με θυγατέρες κίονες κι εγγόνια σου τις νύμφες
μικρή πράσινη χαράδρα μητέρα των ετών
με το μουρμουρητό νανούρισμά σου

να γεφυρώνεις ανθρώπων χαλάσματα.

Αυτόχειρ

Ο Καρυωτάκης
Αυτόχειρας στην Πρέβεζα
-ιδανικός ή όχι-
γλύτωσε κάπως τη φθορά τουλάχιστον.

Εγώ ανίκανη
για τέτοιες πράξεις θαρραλέες
την κοιτώ κάθε πρωί κατάματα.

Πώς δε βαστά η ψυχή
να μη βαστούν τα πόδια.
Να ‘χε φιλότιμο κι ο χρόνος
θα κούρδιζε την ώρα

αρχύτερα…

Απόδημος ο Έλλην

Πολύ παραπονεμένο το τελευταίο γράμμα σου.
Σας έχει παρατημένους, λες, η μάνα σας πατρίδα.

Δέκα χρόνια πεθαμένος ο πατέρας σου
καντήλι από το χέρι σου δεν είδε.
Για τη μάνα σου να μη φοβάσαι,
εκείνη δεν ξεχνάει.
Εσύ θέλει να τη θυμηθείς.
Το ‘χει καημό να δει τον έγγονά της.
Να τον πάρει στο γόνα, λέει, κι ας πεθάνει.

Ο Σύλλογος μαζεύει παλιοπράματα
- θα κάνουν λαογραφικό.
Δώσαμε τη ρόκα της γιαγιάς σου.

Δε βαριέσαι! Ποιος θυμάται τη γριά
και ποιος τη ρόκα της….

Το κτήμα πουλήθηκε όπως παρήγγειλες.
Στη θέση του σπιτιού θα μπει ξενοδοχείο.
Μα ποιος το θυμάται τούτο το νησί;

Για την πατρίδα δεν ξέρω να σου πω,
αυτά είναι ζητήματα δικά σας.

Για ό,τι άλλο θέλεις γράψε.

Άλφα

Κι έτσι τελείωσα-
κι έτσι τελειώσαμε.
Δεν το κατάλαβα το πώς
- μη με ρωτήσεις...

Από μια σπόντα
ένα τίναγμα αγάπης γιοματάρι
που δε θελήσαμε να το κρατήσουμε στον ώμο

...ή από μια δαγκωματιά φιδιού
σ' ενός μας κόρφο;

Δεν το μπορώ να σ' αγαπώ και να μη φταίω
-δεν το μπορώ να σ αγαπώ...

Έτσι τελειώσαμε-
ο κόσμος όλος γκρίζος για να μοιάζω,
κι όπως φωτίζω την ψυχή σου σκοτεινιάζω.

΄Ατιτλο

Η ουσία βράστηκε σιρόπι δεόντως περιχυμένου μπακλαβά
Η γωνία το εμβλημά μας!!!
Κάνεις να την δαγκώσεις και πασαλίβεσαι...
Ηρθε κι η Κουλτούρα
να κανει καριέρα στο παλκοσένικο τραγουδώντας τσιφτετέλια
Για περαστεεεεε!!!

Κι όμως η μόδα δεν ειναι αυτοσκοπός
–αλλάξανε τα πλάνα της.
‘Εχει γινει κονσοματζού στην εθνική και τα μαζεύει...
Ας όψεται ο εφευρέτης της σόμπας πού ‘φτιαξε το μπουρί.

«Το χαβαλέ δεν είναι μόνο φασαρία»
Ούτε το Χίλτον εγινε φοιτητική εστία
αλλά δεν το παρατήρησε κανείς...

Μπαγάσα ανθρωπάκο
Έκανες τη χολή σου άρωμα και την πουλάς τοις μετρητοίς!!!!

33 στροφές

Πάνω στο ποίημα 33 Στροφές του Αλέξη Σταμάτη

33 στροφές γυρίζω
και ηχώ το φιλί σου ένα κοκκάλινο σμάλτο

Η πλάι μου ανάσα η πιο βαθιά
ανοίγει θρύψαλα το σώμα
και στάζει κάπου χούφτες νιότη.

Μεμιάς η ηλικία φανερώνεται
και φωτιά, πολλή φωτιά...
Ψυχής απόπλους ένα κατακαλόκαιρο.

33 ζεϊμπέκικες στροφές
και μια δεκαετία απωλεσθείσα
να ταράζει το βαλτωμένο μου

Ανάστατα τα χάδια στροβιλίζουν το μυαλό
Ανάστατα τα μάτια- απ'τον πάτο της εικόνας
22 χρονιές με σημαδεύουν

Η πλαγινή σου ανάγκη
βελόνα στροφομέτρησης
δαγκώνει το λαιμό της λογικής...

Ομολογία

Δεν είμαι ούτε της ποίησης ούτε του έρωτα.
Της ζωής είμαι λιγοστάκι και φοβάμαι...

Ακολουθώντας τη φυγή

...κι εγώ η άδεια η λίγη
νόμισα πως το καταφύγιο
θά 'ναι ο έρωτας
είτε και η νιότη
όταν τα βρήκα
το πρωί στο μαξιλάρι μου
μαζί τα δυό
κλειστά στο μονοκοτυλήδονό τους
τί απελπισία τότε
να καταλάβω - αργά-
πως δεν τ'αντέχει αυτά
το τζούφιο μου κουφάρι...

Τραυλίσματα

Και τώρα τί κάνουμε;

Έζησε η μάνα... δόξα Σου μεγάλη!
Μόνο που δεν μου είπες
πώς τώρα να πλεύσω
με τόση λίγη που μου άφησες ψυχή.

Να 'ταν κι ο γιαλός λίγο στραβός
τουλάχιστον- να μην ντρεπόμουνα
το λίγο που ξανοίχτηκε
από του βάθους μου τ'απέραντο κενό.

Στο από πριν έτσι που χάθηκα
δεν έχει δρόμο για μισεμό.
Στραβά αρμενίζω- έχεις Εσύ...
Μονάχα εγώ δεν έχω...

Απ'έξω καρυδότσουφλα και μέσα
τσίχλες μέντα πλαστική και λίγο χιόνι...
Ό,τι έμεινε για να θυμίζει
πως ήμουνα κι εγώ παιδί-

το μυστικό μου ενός ανθρώπου
που γεννήθηκε και ξέχασε να ζήσει.
Καλή της σιωπής Σου η νηνεμία
αλλά στείλε και κανένα μικροπρόβλημα,
έτσι για φάρο...

Καρκίνος

Σκηνή Α΄
Νά 'μαστε στ'ασανσέρ και να με ρωτάς για το κραγιόν σου.
Είκοσι λεπτά συζήτηση για το νερό και τον αέρα
μ'έναν γιατρουδάκο τσιλιβήθρα κι ύστερα πάμε για καφέ.
Καιρό έχει να βρέξει.

Σκηνή Β΄
Να σε βρίσκω ξαπλωμένη στον καναπέ καταμεσήμερο,
με τη λιακάδα ξιφολόγχη στο δόξα πατρί και να σου φέρνω
υποβρύχιο στο δίσκο. Δεν θυμάμαι ακριβώς
πόση ώρα έκατσα να σε κοιτάζω. Πόσο σ'αγαπάω και δεν θέλω να σ'το πω.

Σκηνή Γ΄
Ένα δάκρυ μολυβένιο να με πνίγει μ'επίκεντρο τα μάτια σου. Να μη φτάιω εγώ
κι όμως να ν'απολογούμαι σ'ανάσα και φωνή μηχανικά.
Να σε γυρεύω διψασμένη,από καρδιάς, και να μου δείχνεις τοίχο
μασουλώντας το γάμο μιας ξαδέρφης. Ο φόβος μου χορεύει μπάλο στο ταβάνι.

Σκηνή Δ΄
Με την ψυχή στο στόμα- δεν ξέρω πόση ώρα περιμένω.
Η γλώσσα κολλάει στον ουρανίσκο. Ψάχνω απ'το παράθυρο να βρω
κανέναν γλάρο για αντίδραση. Κάπου έχουν ανοίξει ραδιόφωνο
κι η θάλασσα είναι μακριά. Εξ' άλλου αποκλείονται τα θαύματα.

Σκηνή Ε΄
Έχει απέλθει από νωρίς ομήγυρις σχηματισμένη τσίρκο με πρωτοστάτη
έναν καύσωνα χαβά στην κεφαλή μου. Εσύ σε πρώτο πλάνο να παλεύεις
κοιμησμένη για μια μπουκιά ζωή, κι εγώ ανίκανη απ'έξω να κερνάω τους καφέδες.
Δεν προλάβαμε να κλάψουμε μαζί και τώρα δεν ξέρω αν ξυπνήσεις.
Τουλάχιστον ας έβρεχε...

Ο Ποιητής Βασίλειος

Για τον Βασίλη.

Ο ποιητής Βασίλειος,
ενώπιον ολομελούς της Ακαδημίας,
ευκόλως απαρνήθηκε
της δόξης την πορφύρα.

Ήξερε βέβαια
που ήταν άδεια αυτά τα λόγια.
Πολύ εύκολα βρίσκονταν
οι πορφύρες και οι δάφνες
σ'αυτή την ακαδημία
αν το επιθυμούσε.

Της Ελλάδας

Πατρίδα μου σε ψάχνω
σαν καταραμένη.
Παντού είμαι δική σου,
στην αγκαλιά σου ξένη.

Trojan Horse

Kι ο Οδυσσέας,
που τόσο πάσχισε
για τους βωμούς και τις εστίες
της Ιθάκης,
έμεινε στην Ιστορία
για μια του ατιμία.

Τέτοια είν' η ράτσα μας.
Γι'αυτό βρεθήκαμε, αιώνες μετά,
αντί θεών
να λατρεύουμε Κύκλωπες
και ξόανα.

Coda

coda

Στο από πριν χαμένο επιμένοντας

Στην ασήμαντη έλλαμψη της σπίθας
από τη μακρινή γιορτή
σε μια λύση δακρύων
επιστρέφει στο ύψος του ο κόσμος

Όλες οι πόλεις του πλανήτη
έχουν το ίδιο πρόσωπο
καθώς η νύχτα προσγειώνεται στ' αεροδρόμια
την ώρα που επιτετραμένοι, ναυτικοί
και τρομοκράτες
εξαργυρώνουνε συνάλλαγμα και θάνατο
για βουλιαγμένους θεατές μπρος σε οθόνες
των ενυδρείων που σαρώνουν τα ηλεκτρόνια

Στου πυροβολισμού τη λάμψη όπως στο γόνατο
γράφεται και το ποίημα
όταν αιμόφυρτος ο ανήλικος έρωτας
ρίχνεται τα μεσάνυχτα στων κοριτσιών τον ύπνο

Στο από πριν χαμένο επιμένοντας.

Ποίημα του Γιώργου Μίχου, που βρήκα στον Λογόκηπο. Απαντώντας του έγραψα-

Σε μια λύση δακρύων
κρύφτηκε πεταλούδα

πολύ αργότερα
όταν πρασίνισαν πια τα νερά
τεντώνοντας νήπιες ακόμη φτερούγες
πέταξε

και στα πράσινα νερά της έλλειψης
έγινε φως
ουράνιο τόξο
και γιορτή

έτσι ο απόπλους
Μνήμης της Πρώτης...

Τεσσάρων Συλλαβών

Αν ήμουνα
πεταλούδα,
Ευτυχία!
Να ζήσω τα
άνθη μόνο.
Αχ! που δεν
είμαι όμως,
κι είδα χώμα
λάσπη αίμα
Πόλεμο._

Για μια φίλη

Δεν ήτανε παράξενο που είπες πια νησάφι.
Αναμενόμενο να φύγεις-
και τόσο που άντεξες ήταν πολύ.
Δύσκολοι καιροί για ευαισθησίες.

Κάτι οι καιροί - κάτι το ρέμα - έλειπα κι εγώ...
Όχι. Δεν ήταν διόλου παράξενο.

Όταν το πρωί χαιρετηθήκαμε
απολύτως το εννοούσα
το χαμόγελό μου.

Αργότερα,
τ΄απόβραδο,
ξύπνησε στο μυαλό μου
εκείνος ο σχολικός Καβάφης
σέρνωντας φαντάσματα ρημαγμένης πόλης
κι άδειας αλάνας με γκρεμό...

Καλά να φύγεις.
Μ' αν είν' η ίδια κακουχία;

Μάλλον ειν' αργά για να σου πω
να φυλαχτείς.
Μόνο που σκέφτομαι
πώς θα γυρίσεις έτσι μόνη
μεταμεσονυχτίως...

Της πατρίδας μου

Της πατρίδας μου η σημαία
έχει χρώμα γαλανό.
Της πατρίδας μου η σημαία
πάντα κρέμεται ακμαία
από αιμόφυρτο σταυρό.
Της πατρίδας μου η σημαία
έχει χρώμα γαλανό.

Της πατρίδας μου το πάθος
ένας τολμηρός αφρός.
Της πατρίδας μου το πάθος
συγκεντρώθηκε από λάθος
στου ανέμου το "εμπρός!"
Της πατρίδας μου το πάθος
ένας τολμηρός αφρός.

Της πατρίδας το καράβι
είν' της λευτεριάς ο Μίδας.
Της πατρίδας το καράβι
που κουρσέψαμε οι σκλάβοι
ακυβέρνητοι ελπίδας.
Της πατρίδας το καράβι
είν' της λευτεριάς ο Μίδας.

Της πατρίδας μου η σημαία
νεκροσέντονο θαρρώ.
Της πατρίδας μου η σημαία
πόσο θα ταίριαζε ωραία
στης κηδείας τον χορό.
Της πατρίδας μου η σημαία
νεκροσέντονο θαρρώ.

Μα της πατρίδας η αγάπη
σε πονά σαν την πετάς.
Μα της πατρίδας η αγάπη
κρύβεται χέρσα στο χωράφι
κι όχι πια στο "επί τάς".
Μα της πατρίδας η αγάπη
σε πονά σαν την πετάς.

Η φύση της Τέχνης

Η Τέχνη είναι καθρέφτης της ζωής.

Αυτό ακριβώς!
Για να ιδωθεί καλά
πρέπει η ζωή να κοκκαλώσει
και να προσηλωθεί στην ψεύτικη εικόνα.

Άρτεμις (σχέδιο β΄)

Τούτη η άμμος
που αγκάλιασε χίλιες κλωτσιές
της παιδικής μου φτέρνας,
που σφούγγισε ρυάκι δάκρυα
ανήλικων ερώτων΄
αυτή ίσως να μου αναλογεί.

Από τούτο τ'απανέμι
πελαγοδρόμησα να ψάξω την Ιδέα.
Μια φαρέτρα ξεχυλισμένη αφοβιά.
Πιάστηκα στα χέρια με τις λέξεις
και πολεμόχαρη λογχίζοντάς τες
κόντρα στο δρολάπι του καιρού,
θάρρεσα τες σκλαβώνω...

Με χέρια αιώνες γερασμένα,
κι έναν ρόζο μαργαριτάρι στο δεξί,
ξεβράστηκα πίσω εδώ
παλεύοντας να μιλήσω μια πέτρα.
Δυό λόγια απλά.
Κι αδειάζω την ψυχή μου χούφτες
στην ίδια άμμο.

Σονέττο για τις πέτρινες καρδιές

Σαν από μηχανής θεός γυρνά
από μια φλίδα της ζωής ξασμένος
σε άδειες ώρες ο χρόνος νοθεμένος
πρώην αγάπες και πόνους σου φυλά.

Τα χείλη αυτά που έβρασαν το αίμα
γεννώντας κάθε βράδυ ιστορία
αργά με το απόβροχου θωπεία
σε δάκρυα ανάλυσαν το βλέμμα.

Κι οι μνήμες σου που κάποτε μιλάνε
για βάρκα σώμα και για φιλιά πανιά
όλο και πιο περίλυπα κοιτάνε
την πέτρα άγκυρα που έριξες καρδιά.

Σιγά- σιγά κι εκείνες θα σωπάσουν
γεννώντας απ' τον πόνο σου ερημιά...
Πού βάρκα ύστερα και πού πανιά.

Δημοτικό

Πήραν την Πόλη! Πήραν την!
Μάνα όμως μή δικάζεις.
Έχουν παιδιά οι μανάδες των
και κόρες να παντρέψουν.
Τί για το χώμα μάνα μου
να κλαις και να σπαράζεις;
Πήραν το χώμα, πήραν το,
το σπίτι, την αυλή σου...
Σ'αφήσαν κόρη και παιδί
σ'αφήσαν και τον κύρη.
Κάψανε και ρημάξανε
πατήσαν μέσα στ'άγια,
μα ο Θεός δεν κάθεται
μεσ' στων ναών κουφάρια.
Πήραν την Πόλη! Πήραν την!
Μα 'σύ να μή δικάζεις,
και με το λόγο μάνα μου,
και με το λόγο σφάζεις...

Αδυναμίες όρασης

Δεν βλέπω καθαρά.
Τα πάντα διαστρεβλωμένα
στους όρους της μυωπικής μου όρασης.

Έχω μάθει να βασίζομαι στα μάτια.
Μέλλομαι να λειτουργούν καλά.
Πιστεύω γυαλιά πως θα με σώσουν.

Ο χρόνος θα ‘ταν ταχύτερος
έξω απ’ τις αμβλείες της υπερμετροπίας.
Το μέλλον βεβαιότερο
δίχως τη διάβρωση του αστιγματισμού.

Νέο έτος

Θα χτίσω φέτος λόγια ιδανικά-
δεν θα σκορπίσω το χρόνο σαν παλιά.
Μεγάλες επιτυχίες, θα δείτε,
στης ΤV το τζάμι να με χαρείτε.

Θα εκδόσω κι εγώ στου Καστανιώτη.
Θα πίνω καφέ στου Rouge με το Φώτη.
Φωτογραφίες στων σταρ συγκεντρώσεις
θά’ χω, και κύκλο γνωστών μ' αξιώσεις.
Θα ‘χω γνώμη για κάθε θέμα εγώ-
ιδέες λιασμένες στον φωταγωγό!

Θα σκίσω με πάταγο τον Βλαβιανό
όταν θα γράψω τις ωδές μου εγώ!
Κι άλλα σπουδαία, μεγάλα θα κάνω
σα σηκωθώ απ’ τη θέση μου πάνω!


Στην Κάσια που μου είπε πάλι «νεό έτος νέα ζωή» Γεν 2005

Ένοχη

Απόψε, μετά από πολύ καιρό,
μου χτύπησε την πόρτα η ενοχή.
Εκείνο το συναίσθημα
οχτώ χρονών.
(μου θύμησε το φόβο του μπαμπά)

Δεν ήταν η πράξη μου
Μα η αλήθεια της,
κάτω απ’ το τραπέζι,
που δεν είχα ξεσκεπάσει.

Άρχισα να ψάχνω μηχανικά
κάτι στο συρτάρι.

Ο έρωτας κι η κόκκινη γαλότσα.

Έρωτας είναι η ψιχάλα δροσιά που δεν πέφτει απ’ το φύλλο
κι επίμονα βαστιέται στην άκρη κρεμασμένος.

Λυσσομανάει ο άνεμος ολόγυρα θεριεύει.
Ανατριχιάζει το φύλλο
τρέμει σύγκορμα απ’ το φόβο η ψιχάλα
μα δεν πέφτει.

Χίλιους αέρηδες, το μίσος του καιρού, αντέχει.

Κι ύστερα
όταν περάσει πια ο κίνδυνος
και χαλαρώσει στη λιακάδα
μια γαλότσα κόκκινη
περνώντας τον διαλύει ασυναίσθητα.

Άσμα ελληνικό μακαβριότατο

Στα γαλανόλευκα Μαρτίου μήνα
Φώλιασε τ’άσπρο φως κι εχάθη.
Στα γαλανόλευκα Μαρτίου μήνα
είν’τα ολόλευκα, νεκρά κι εκείνα,
της Άνοιξης επιταφείου τ’άνθη.
Στα γαλανόλευκα Μαρτίου μήνα
Φώλιασε τ’άσπρο φως κι εχάθη.

Γαλανόλευκο θαλάσσης νωτισμένο,
τέτοιο πανί το σάβανό μου νά ‘ναι.
Γαλανόλευκο θαλάσσης νωτισμένο
τον επιτάφου νά ΄χουν ξεχασμένο
σαν θά ‘ρθει η στιγμή του αποθάνε.
Γαλανόλευκο το σάβανο νά ‘ναι,
από πανί θαλάσσης νωτισμένο.

Για το γαλάζιο μόνο να ρωτάνε.

Το σονέττο του Ι

Άξαφνα ήρθες ιώτα γραμμένο
ζωής. Κι ήσουν μπροστά μου! Ποιό
κρασί να έσταξε στο χώμα, λατρεμένο;
Του αηδονιού, μονάκριβο, το δάκρυ ποιό;

Μ’ενός κεριού τ’αποκαΐδια σ’είδα
ολάνθιστη ψηλαφητή οπτασία!
Με μάγουλα, με των φρυδιών αψίδα,
δάχτυλα χείλη ματιά οικεία...

Σαν νά’γινε το ιώτα ένα ματσάκι
μαργάριτες σε στεφάνι φαντασίας!
Πώς έμοιασες ολοζώντανο παιδάκι
κι ας ήσουν έκβαση υπνωτικής ουσίας.
Ας είναι. Νά ‘ρχεσαι ζωή με ό,τι τρόπο.
Μικρούλι ιώτα που δε μεγάλωσε με κόπο.

Β. σου κλείνω το μάτι

Μία γλωσσού κι ένας λογάς
εις διάφορας παραλλαγάς
λογομαχούν χωρίς αιτία.
Παιχνίδι Ελλάδα- Εξορία.
Αψιμαχίες λιγοστών
σε τόπους τέτοιων και πολλών...
Και το σκορ;

Σωκράτης 0 -Κώνειο 1.

Ύμνος στον σπουργίτη

Ο καημένων ο σπουργίτης
πάντα λάσκεται αλήτης
Μοναχός γυρόβολος ερ'μίτης
ο καημένων ο σπουργίτης.
Κακότυχος ελεύθερος ασκήτης
από γεννιάς βαρυποινίτης.
Ο καημένων ο σπουργίτης
πάντα λάσκεται αλήτης.

Δάσκαλε

Πού νά’σαι πια;
Νά’χεις πεθάνει;

Ό, τι μού’μεινε από ‘σένα
Μια καίρια φιγούρα
στα δεξιά του ήλιου.

Νά ‘χεις πεθάνει.
Να μη με βρει τ’ασήμαντό σου.

Χωρίς Τίτλο

Άνοιξα το παράθυρο
διψώντας αφορμή ανάσας.

Τριγύρω μια συντριπτική απεραντοσύνη
όλη τακτική, τελική και ξένη.

Ούτε μια σπασμένη γλάστρα.
Ούτε μια λυτρωτική μουντζούρα.
Αγανάκτηση ανέλπιδη˙
σκηνώματος κλειστού σε μπουμπουνιέρα.

Ευτυχώς εβρέθη καγκελόπορτα!

Σκόνη

Αναλώθηκα χρόνια ολόκληρα
παίζοντας παιχνίδια με τη σκόνη.
Μικρή στα χέρια,
αργότερα απ' το βάθρο μου επάνω στο πατάκι.

Ώσπου
σε πήρε θριαμβευτικά αμπάριζα
και νίκησε.

άτιτλο

Σκεπτικά θαυμαστικά ιδεών με μικρό.
‘Ενστικτα κλεισμένα σ’ενα δεκανίκι πολιτικά ορθό-
βοήθημα δρασκελισμού;
Δισέγγονη τέτοιων και τόσων υπάρχω...

Υπεύθυνη˙
των πυρωμένων βαγονιών στο Λονδίνο,
των καμμένων παριζιάνικων ζωών,
του πνιγερού αμερικάνικου τυφώνα...

Κι η ελπίδα, που θα μεγάλωνε
να γίνει δασκάλα, πυροσβέστης και γιατρός,
έπεσε και τη χάσαμε στο ρέμα.

Που μπορεί να είναι και καλύτερα-

για να μην ταϊζουμε αυταπάτες
που τόσο κοστίζουν να τραφούν.

Δεν κοιμάμαι πια χωρίς να φταίω.


Το παρών είναι δουλεμένο πάνω στο ποίημα Υπόνομος της Πέλας Σουλτάτου, που μπορεί να βρεθεί εδώ : http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&file=article&sid=531

Πέτρινη Λήθη

Σφηνωθήκαμε
παράκεντρα λιγάκι σε μιαν ώρα.
Τα χέρια σμίξανε διπλανές ψιχάλες
κι οι ανάσες σφιχταγκαλιασμένες.

Στο διπλανό παγκάκι
περιμένει τουρτουρίζοντας ο χρόνος.
Τεντώνει υπομονετικά τη νήπια στιγμή.

Πιο πέρα, μιλημένος,
παραμονεύει ο πέτρινος κροκόδειλος της λήθης
-έχει άλλες συμμαχίες ο καιρός.

Στον Πέτρο Wasńiewski

Αποτυπώματα

Αφήνουνε οι άνθρωποι
πράματα σωρό.
Αγάπες, θύμησες, αγγίγματα,
αλλά κυρίως αποτυπώματα.

Αόρατα αμέτρητα
στους τοίχους, στα βιβλία, στον αέρα.

Γίνονται σκόνη οι καρδιές
τα δάχτυλα τ' αχείλι,
μα ο λόγος η κραυγή ο ανασασμός,
αποτυπώματα αόρατα,
περιπλανώνται στον ίδιο τόπο τους
χρόνια και χρόνια.

Κάποτε σου μιλάνε,
σου γνέφουνε να 'ρθεις να τα πείτε.
'Αλλοτε πετάγονται μπροστά σου ξάφνου
και σε δαγκάνουν
στον ώμο στο στήθος στη φωνή.

Τη νύχτα όλα μαζί,
λευκή ηλεκτρική βουή,
ιχνογραφίζουν τη ζωή μας.
Ζυγιάζουν το περασμένο βιος.

Χίλια πράματα αφήνουν πίσω οι άνθρωποι,
κυρίως βουή.

Στιγμιότυπο ... μετά θάνατον

Όταν σ’άφησα να φύγεις,
όταν σ’έστειλα να πεθάνεις δηλαδή,
δεν τό ‘ξερα.
-Ποιός τα φάνταζεται τέτοια πράμματα;

Σου είχα μασουλήσει κάτι μισο-κουβέντες,
δικαιολογίες για να πας κι ας μην ήθελες.

Θυμάμαι καθαρά-
Σού φόρεσα το κόκκινο μακώ σου με το δράκο,
και σε φοβέρισα να ‘σαι καλό παιδί.

Σε φίλησα στα βιαστικά μάλλον;
-Είχατε αργήσει. Πρέπει κάτι να μου ζήτησες.

Δεν θυμάμαι να σου είπα πόσο σ’αγαπώ,
Δεν είπα και πολλά-

για κάτι ασήμαντο λογόφερνα με τον πατέρα σου.

Για τις γυναίκες με τους φερετζέδες.

Μα μην τις λυπάσαι
τις γυναίκες με τους φερετζέδες.
Δεν είναι χειροπέδες τα μαντήλια,
αλλά φρούρια
που ψιθυρίζουν λευτεριά.

Που δεν τ'ακούς
δε φταίει τ'αγύμναστο αυτί σου
παρά τα ψηλοτάκουνα γοβάκια σου,
που αδιάκοπα κραυγάζουν
την έκτακτη ανάγκη της Ματαιδοξίας.

«Ποίησις είναι η έκφρασις στίλβωντος ποδηλάτου»*

Καλά.
Για ρώτα και τον πιτσιρίκο να σου πει
πώς κάνει
για το ξεχαρβαλωμένο εκείνο του το ποδήλατο.
...και πως ακόμα
κάνεις εσύ
για να τον δεις κάθε που παίζει.

Χεστήκαμε για το γυαλιστερό ποδήλατο-
Το ποίημα
είναι η πιο μεγάλη σου προσπάθεια
να γελάσεις ένα χαμόγελο παιδιού
μπας κι αποτρέψεις για μια στιγμή
την εξαφάνιση...

*Ανδρέας Εμπειρίκος

...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...