Σαν από μηχανής θεός γυρνά
από μια φλίδα της ζωής ξασμένος
σε άδειες ώρες ο χρόνος νοθεμένος
πρώην αγάπες και πόνους σου φυλά.
Τα χείλη αυτά που έβρασαν το αίμα
γεννώντας κάθε βράδυ ιστορία
αργά με το απόβροχου θωπεία
σε δάκρυα ανάλυσαν το βλέμμα.
Κι οι μνήμες σου που κάποτε μιλάνε
για βάρκα σώμα και για φιλιά πανιά
όλο και πιο περίλυπα κοιτάνε
την πέτρα άγκυρα που έριξες καρδιά.
Σιγά- σιγά κι εκείνες θα σωπάσουν
γεννώντας απ' τον πόνο σου ερημιά...
Πού βάρκα ύστερα και πού πανιά.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment