Πώς έγινε

Ήρθες. Το σακάκι σου μύριζε σπουργίτι κι αγριεμένη θάλασσα. Απλά ήρθες. Σαν να τέλειωσ’ η Μονόπολη και νά ‘ρθε η ώρα να βγούμε στη γειτονιά με τα ποδήλατα. Τα μάτια με τους χαρταετούς αμολυτούς όλο καλούμπα. Σ’ έφερα στο κουκλόσπιτό μου – έτσι τό ΄χω για να μικραίνω κι άλλο να παίζω κρυφτό με τη Ναταλία, τον ήλιο και τ’ αδέσποτα να μη με πιάνει η φάκα και γίνω τσίχλα σε ξώβεργα και κολλήσω. Έκατσες στο στρογγυλό της καρέκλας κι εγώ σού ΄βγαλα αμέσως τα παιχνίδια μου να σ’αρέσει ένα και να σ’ το χαρίσω ν’ανταλλάξουμε. Να μου δώσεις εσύ μια θέση κάτω από την κόκκινη ομπρέλα σου να κρύβομαι όταν βρέχει πολύ νερό στα μάτια και νά ‘μαι πιο λίγο μόνη μου. Άμα έχω κότσια κάποτε θα ‘ρθω να σε τραβήξω απ’ το μανίκι να ξαναρθείς να παίξουμε.

1 comment:

Ναταλια Καππα said...

...και πόσο όμορφο να το ξέρεις που είσαι 'συ και να λάμπεις, και να γιορτάζω κι εγώ νιφάδα στον αέρα σου ν' ανοίγομαι κόκκινη να σου γελάω...


...ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...