Εχθές αργά
Στο μπαρ το ναυάγιο. Συγκεντρώσου!
Εχθές αργά, λέω,
Σ' ένα μπαράκι από 'κεινα που ακόμη επιπλέουν
Κι ενώ η μπόρα χόρταινε θαλασσοταραχή
Σπάσαν απροσδόκητα τα λόγια.
Είχαν φυράνει, φαίνεται, οστεοπόρωση
Γίναν αλαφρόπετρες
Κι ούτε που έκλαψα.
Το δεξί μου αυτί
από γεννησιμιού κατάδικο- είναι μπουρού
κι ακούω του πέλαγου τον ψίθυρο.
Ακούω
βότσαλα δάκρυα να παίζουν ρυθμικά ψυχοκαθάψια
Ακούω
κύμα στο κύμα το ξαντρίεμα κι ύστερα εκπνοή
Ακούω
οργανικό αντίλαλο τις αλυσίδες του σκλάβου βίρα- μόλα.
Γι'αυτό, άλλωστε, σαν έσκασαν τα λόγια
Και λάσκαρε λιγάκι η πετονιά
Και μύρισε ο τόπος ήλιο κι ιώδιο
Κι ανοίχτηκε κι άλλη στεριά κι άλλη θάλασσα
Κι ανοίχτηκε μπουνάτσα γκαστρωμένη φουσκοθαλασσιά
Εγώ δεν έκλαψα. Όχι.
Ωριμάζει η πυξίδα κάτι λίγο στους κύκλους της παλίρροιας.
Κι ο ναυαγός πια από θάλασσα τί να φοβήθει;
Πρόσω,
Ιωάννα.
3 comments:
Εξαιρετικό
idem
logia tis primnis
Post a Comment